βουζβοὺζ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουζβοὺζ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Μόριο
Τυπολογία
βουζβοὺζ μόρ. Πόντ. (Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Λέξις πεποιημένη.
Σημασιολογία
1) Ἡ λ. δηλοῖ ἦχον βέμβικος, ἀνέμης, ἐντόμων κττ. ἔνθ’ ἀν.: Τὰ μελεσσίδ εὐτάγ’νε βουζβοὺζ ’ς σ’ ὠτία μ’ κέσ’ (αἱ μέλισσαι κάμνουν βουζβοὺζ εἰς τὰ ὦτα μου) Χαλδ. 2) Οὐσ., εἶδος παιδιᾶς τῶν ἀρρένων παιζομένης διὰ μάστιγος Πόντ. (Ὄφ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA