βούζι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βούζι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βούζι τό, Μακεδ. (Θεσσαλον.) βούζ’ Ἤπ. Θεσσ. (Καλαμπάκ.) Θρᾴκ. (Σουφλ.) Μακεδ. (Βελβ. Βέρ Πάγγ. κ.ἀ.) γούζ’ Ἤπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ θέμ. βυζ- τῶν ὀν. βυζὶ-βύζα-*βούζα. Ἰδ. ΜΣτεφανίδ. ἐν Ἀθηνᾷ 40 (1928) 203 καὶ Ὁρολ. Δημώδ. 1 (1941) 17-18.
Σημασιολογία
1) Τὸ φυτὸν χαμαιάκτη (sambukus ebulus) τοῦ γένους τῆς ἀκτῆς (sambukus) τῆς τάξεως τῶν αἰγοκληματωδῶν (caprifoliaceæ) ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. βουζεˬά, βουζυλεˬά, βούζυλο. β) Τὸ ἄνθος τῆς χαμαιάκτης Ἤπ. 2) Τὸ φυτὸν ἀφροξυλεˬά, ὃ ἰδ., Θεσσ. (Καλαμπάκ.) 3) Ὁ καρπὸς τῆς ἀφροξυλεˬᾶς Ἤπ. (Ζαγόρ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA