βουὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βουὴ ἡ, βοὴ σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) βοὰ Πελοπν. (Λακων.) βουὴ κοιν. βουγὴ Κυδων. Λέσβ. Λῆμν. Μοσχονήσ. Πελοπν. (Λεντεκ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) βουὰ Κύθηρ. Πελοπν. (Κίτ. Μάν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. βοή. Ὁ τύπ. βοὰ πιθανῶς ἀρχ. Δωρικός.
Σημασιολογία
Α) Κυριολ. 1) Κραυγή φωνὴ κοιν.: Γνωμ. Βοὴ λαοῦ, ὀργὴ θεοῦ σύνηθ. 2) Θόρυβος συγκεχυμένος καὶ ἀκαθόριστος ἐξ οἱασδήποτε αἰτίας κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων.: Βουὴ τῆς θάλασσας-τῶν κυμάτων-τοῦ ποταμοῦ κττ. κοιν. Ἀκούω θάλασσας βοὴν Κέρασ. Ἕναν βοὴν ἐξέβεν ἀσ’ σ’ ὀρμάν’ ἀπέσ’ (μιὰ βοὴ βγῆκε μέσα ἀπὸ τὸ δάσος. Ἐκ παραμυθ.) Τραπ. Ἀκούιτι μιˬὰ βουγὴ ’ποὺ τὰ β’νὰ Μοσχονήσ. || Παροιμ. φρ. Πολλὴ βουά, λίγο νερὸ (ἐπὶ μεγάλου θορύβου ἄνευ σημαντικοῦ ἀποτελέσματος, ἐκ μεταφ. ἐλαχίστης βροχῆς κατόπιν ἰσχυρῶν βροντῶν) Κίτ. Συνών. βούησι, βουητὸς 2γ, βούισμα 1. β) Ἐπιρρηματ. ταχέως (ἐκ τῆς ἐννοίας τῆς παραγομένης βοῆς ἐκ τοῦ ταχέως κινουμένου πράγματος) Πελοπν. (Ἀνδροῦσ. Ἄργ. Ἀρκαδ. Βούρβουρ. Καλάβρυτ. Λάστ. Ὀλυμπ. Σουδεν. Τριφυλ.): Τὸ νερὸ πάει βουὴ (ρέει μὲ μεγάλην ὁρμὴν) Σουδεν. Τὰ λυκοκάντζαρα ἐρχόντανε βουὴ (ἐκ παραδ.) Τριφυλ. Νὰ πάς βουὴ Ἀνδροῦσ. Ἦρθε βουὴ ἢ τῆς βουῆς Βουρβουρ. γ) Ὡς σχετλιαστικὸν ἢ θαυμαστικὸν ἐπιφών. Θήρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Γαλανᾶδ.) Πάρ. (Λεῦκ.) κ.ἀ.: Βοή, εἶdα μοῦ λέει νὰ κάμω! Γαλανᾶδ. Ὦ βοή, ἐξέχασα! Ἀπύρανθ. Βουή μ’! Λεῦκ. 3) Ὁ ἐκ τῆς πτήσεως τῶν ἐντόμων βόμβος Πάρ. κ.ἀ. Συνών. βουηˬτὸς 2δ. 4)Ἡ ἕνεκα ἐρεθισμοῦ τοῦ ἀκουστικοῦ νεύρου ὑποκειμενικὴ ἀντίληψις βόμβου εἰς τὰ ὦτα σύνηθ.: Αἰσθάνομαι βουὴ ’ς τ’ ἀφτιά μου σύνηθ. Τ᾽ ἀφκιά μου ἔχουν πολ-λὴν βοὴν Κύπρ. Βοὴ ’ς τ’ ἀφτί σου! (ἀρὰ) Βιθυν. Συνών. βουηˬτὸς 2ε, βουϊσμὸς 3. Β) Μεταφ. 1) Κακὸν ἄγγελμα Λῆμν. κ.ἀ.-ΙΠολυλ. Διηγ. 71: Π’ νὰ πάς ’ς τοὺ στρατὸ κὶ νὰ μὴ γυρί᾿ς μόν’ νὰ μὶ φέρ’να d’ βουγή σ’! Λῆμν. Ἁπλώθηκε ἡ φοβερὴ βοὴ ἐπάνω κάτω εἰς ὅλες τοὶς γειτονιˬὲς ΙΠολυλ. ἔνθ’ ἀν. β) Κακὴ φήμη Ἤπ. Κυδων. Πελοπν. κ.ἀ.-Λεξ. ΜἘγκυκλ. Πρω. Δημητρ.: Ἦβγι ἡ βουγή τ’ς (ἦβγι=διεδόθη) Κυδων. Ἀλλοὶ ’ς τὴ γυναῖκα ποῦ τῆς βγῇ βουὴ Λεξ. Δημητρ. γ) Ἀτύχημα, συμφορὰ Ἤπ. Κύθν. Λέσβ. Μύκ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Δαμαρ. Τρίποδ.) Νίσυρ. Πελοπν. (Ἀνδροῦσ. Παππούλ. Τριφυλ.) Σίφν. Σκῦρ. Στερελλ. (Ἀράχ.) κ.ἀ.-Λεξ. ΜἘγκυκλ. Πρω. Δημητρ.: Ὦ, βοὴ ποῦ μοῦ ’ρθε! Ἀπύρανθ. Κάλλιˬα νὰ σοῦ ’ρθη παρὰ νὰ σὲ τσακώσω Τρίποδ. Μαύρη βοὴ νὰ σοῦ ’ρθῃ! (ἀρὰ) Νίσυρ. Βουγὴ νὰ σὲ βρη! Λέσβ. || Φρ. Θὰ τοῦ κάμω τὴ βουή του (θὰ τὸν τιμωρήσω σκληρῶς) Παππούλ. || ᾌσμ. Παράτα με, Ἀλεξαντρῆ, κ’ ἐγώ ’χω τὴ βοή μου, ν’ ἀκούω λόγιˬα ἄκαρπα δὲν τό ’χει ἡ λοή μου Μύκ. Βοὴ νὰ σοῦ ’ρθῃ, κυνηγέ, μὲ τὰ λαγωνικά σου! Σκῦρ. 2) Καλὴ φήμη Κάρπ.-Λεξ. ΜἘγκυκλ. Δημητρ.: Παροιμ. Βοὴ τοῦ βγῇ τοῦ θεριστῆ κιˬ ἂς πέσῃ κιˬ ἂς κοιμᾶται (ὅταν τις ἀποκτήσῃ φήμην, δύναται καὶ ν’ ἀμελῇ τὰ καθήκοντά του) Λεξ. Δημητρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA