ἀργατουριˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀργατουριˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀργατουριˬὰ ἡ, Ἀθῆν. κ.ἀ. ἐργατουριˬά Ἀθῆν. κ.ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀργάτης καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ουριˬά, καθὼς καὶ κλεφτουριˬά, μπερbαντουριˬὰ κττ. Πβ. ΓΧατζιδ. Γλωσσολ. Μελέτ 124.

Σημασιολογία

Τὸ σύνολον τῶν ἐργατῶν, ὁ ἐργατικὸς κόσμος: Ἡ ἀργατουριˬά σήκωσε κεφάλι (ἐξηγέρθησαν οἱ ἐργάται). Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀργατε͜ιά 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/