ἀργεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀργεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀργεύω Ζάκ. Κεφαλλ. Παξ. Πελοπν. (Λακων. κ.ἀ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Σινώπ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀργεύου Μακεδ. ἀρκεύω Πόντ. (Ὄφ.) ἀργέφω Μεγίστ. ἀργέφου Λυκ. (Λιβύσσ.) Μές. ἀργεύομαι Ἰων. (Σόκ.) Τῆν. (Πύργ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀργός. Ὁ τύπ. ἀργέφω κατὰ τὰ εἰς -έφω περατούμενα ρ. οἷον γνέφω, στρέφω κττ., ἤτοι κατὰ τὸ σχῆμα ἔγνεψα-γνέφω, ἔστρεψα-στρέφω ἐλέχθη καὶ ἄργεψα -ἀργέφω.

Σημασιολογία

1) Ἀμτβ. ἐνεργ. καὶ μέσ. βραδύνω ἀργοπορῶ ’Ιων. (Σόκ.) Λυκ. (Λιβύσσ.) Μεγίστ. Πελοπν. (Λακων. κ.ἀ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Σινώπ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Πολὺ ἄργεψες Λακων. Νὰ μὴν ἀργέψῃς! -Ἔν ἀργέφω Μεγίστ. Ντό πολλὰ ἔργεψες; Τραπ. Χαλδ. ᾿Επῆε τ᾽ ἔργεψε νά ’ρται (νὰ ἔλθῃ) Ὄφ. Ἀπόψ’ ἔργεψα νὰ τέλωνα (ἄργησα νὰ τελειώσω) Κοτύωρ. ᾎσμ. ’Επῆα κάτω κ᾽ ἔργεψα κ᾽ ἔκαμα πέντε χρόνιˬα κ᾽ ἐπῆρα μιˬὰ μουσουκαρφεˬὰ μὲ δεκαπέντε κλώνιˬα Μεγίστ. Ντό εἶες, κόρη, κ᾿ ἔργευες, ντό εἶες κ’ ἐργοπόρ’νες; -Εἶχα τὴ μάννα μ᾿ τὴ γλυκε͜ιὰν καὶ χωρισίαν ᾿κ᾽ εἶχα (γαμήλιον) Χαλδ. Τί ’χουν κιˬ ἀργοῦν κιˬ ἀργεύονται κάτω ᾽ς τὸν κάτω κόσμο; (μοιρολ.) Σόκ. Συνών. ἀργησωπαρωρίζω, ἀργιˬάζω, ἀργομερῶ, ἀργοπορῶ, ἀργῶ. β)Μέσ. κατέχομαι ὑπὸ νωθρότητος, ὀκνῶ, βαρύνομαι Τῆν. (Πύργ.) 2)Μετβ. ἐπιβάλλω τὴν ποινὴν τῆς ἀργίας εἰς ἱερωμένον, παύω ἀπὸ πάσης ἱεροπραξίας, ἐπὶ ἀρχιερέως καὶ ἀνωτέρας ἐν γένει ἐκκλησιαστικῆς ἀρχῆς Ζάκ. Κεφαλλ. Παξ. Συνών. ἀργίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/