βουκεντρεˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουκεντρεˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βουκεντρεˬὰ ἡ, βουκεντρέα Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.) βουκεdρέα Πελοπν. (Λεῦκτρ.) βουτσεντρέα Αἴγιν. Μέγαρ. βουρκεντέα Πόντ. (Κοτύωρ. Χαλδ.) βουρκιˬαντέα Πόντ. (Κοτύωρ.) βουκεντρεˬὰ πολλαχ. βουκεντρὲ Ἰκαρ. βουκεdρὲ Δ.Κρήτ. βουκεντρὰ Κάρπ. Χάλκ. βουκεdρὰ Α.Κρήτ. φ’κεdρεˬὰ Θρᾴκ. (Τσακίλ.) βουκεντρία Πόντ. βουρκεντρία Πόντ.
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. βουκεντρεά. Πβ. Σαχλίκ. Στίχ. καὶ ἀφηγ. στ. 459-460 (ἔκδ. GWagner σ. 95) «ἦλθε κι αὐτὴ εἰς τὴν βουλὴν καλὴ ἀρχοντοπούλλα, | ὁπού ’χεν χίλιες βουκεντρεὲς ἐπάνω εἰς τὴν καπούλα».
Σημασιολογία
Τὸ διὰ βουκέντρου κτύπημα ἔνθ’ ἀν.: Τὰ καπούλιˬα μου πρήσκανε ἀπ’ τσοὶ φ’κεdρεˬὲς (ἐκ παραμυθ.) Τσακίλ. Ἂν ’κὶ τρώῃ τὸ βούδ’ τὰ βουκεντρίας, ἐμπροστὰ ’κὶ πάει Πόντ. || ᾎσμ. Ὀπίσ’, πουλλίν, ὀπίσ’, πουλλίν, μὴ τρώς τὴν βουκεντρέαν Χαλδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA