βούκεντρο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βούκεντρο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βούκεντρο τό, βούκεντρον Κάρπ. βούκεντρο σύνηθ. βούκεdρο Εὔβ. (Ἀλιβέρ.) βούτσεντρο Εὔβ. (Ὄρ.) Στερελλ. (Δεσφ.) βούτσιντρου Στερελλ. (Ἀράχ.) φούτσεdρο Μέγαρ. βούκεdρος ὁ, Κρήτ. μούκεdρος Πελοπν. (Μάν.) βουκέντρα ἡ, Ἄνδρ. Δαρδαν. Εὔβ. Ἤπ. Κύθηρ. Λευκ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Βούρβουρ. Γορτυν. Ἦλ. Λάκων. Λεντεκ. Λεπεν.) κ.ἀ. βουκέντρα Εὔβ. (Στρόπον.) β’κέντρα Β.Εὔβ. Θρᾴκ. (Αἶν. κ.ἀ.) Πελοπν. (Ἦλ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀράχ. Καλοσκοπ. Παρνασσ.) βούκεdρα Θήρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) κ.ἀ. β’κέdρα Θρᾴκ. (Μάδυτ.) βέdρα Λέσβ. βουτζέντρα Τσακων. φουκέντρα Ζάκ. Θρᾴκ. (Σιρέντζ.) Κύθηρ. Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Βούρβουρ. Ἦλ. Καλάβρυτ. Λαστ. Μεσσ. Σπάρτ.) φουκέdρα Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) φικέντρα Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Πελοπν. (Λάστ. Οἰν. κ.ἀ.) φ’κέντρα Α.Ρουμελ. (Καρ.) Β.Εὔβ. Ἤπ. (Πρέβ.) Θεσσ. Θρᾴκ. (Λιμν. Μάλγαρ. Σαρεκκλ.) Πελοπν. (Αἴγ. Ἦλ. Καλάβρυτ. Κόκκιν. Κορινθ. Μεγαλόπ. Μεσσ. Σουδεν. Φεν.) Στερελλ. (Ἀκαρναν. Λοκρ. Παλαιοχ.) φ’κέdρα Θρᾴκ. Μύκ. Πελοπν. (Ἀνδροῦσ.) Τῆν. φουτσέντρα Εὔβ. (Κάρυστ. Κύμ. Ὀξυλιθ.) Μέγαρ. Πελοπν. (Δημητσάν.) φ’τσέdρα Μύκ. Τῆν. βουκέντα Πελοπν. (Ἦλ.) βουκέdα Λευκ. μουκέντρα Πελοπν. (Γερμ. Λακων.) μουκέdρα Πελοπν. (Κίτ. Μάν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεταγν. οὐσ. βούκεντρον. Τὸ βουκέντα ἐκ παρασυσχετισμοῦ πρὸς τὸ κεντῶ.

Σημασιολογία

1)Βουκέντρι 1, ὃ ἰδ., σύνηθ. β) Μετων. ἄνθρωπος πονηρός, ραδιοῦργος, κακὸς Πελοπν. (Μάν.) 2) Βουκέντρι 2, ὃ ἰδ., Ἤπ. (Πρέβ.) Θεσσ. Πελοπν. (Μανιάκ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Παλαιοχ. Παρνασσ.): Ἔχει πάει ὁ ἥλιˬος δυˬὸ φ’κέντρες ἀπάνω Πρέβ. Θέλει μιˬὰ φ’κέντρα νὰ μπῇ ὁ ἥλιˬος αὐτόθ. Δυˬὸ φ’κέντρις ἀνέβ’ κι οὑ ἥλιˬους Θεσσ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/