ἀφροστέφανος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφροστέφανος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀφροστέφανος ἐπίθ. λογ. σύνηθ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἀφρὸς καὶ στεφάνι.

Σημασιολογία

Ὁ φέρων ἀφρὸν ὡς στέφανον, ἀφροστεφής: Ἀφροστέφανο κῦμα πολλαχ. || Ποιήμ. Κιˬ ὅταν σὲ δέρνῃ ὁ σίφουνας κιˬ ὅταν βαθεˬὰ κοιμᾶσαι, ὠ λίμνη μου ἀφροστέφανη, νὰ μὴ μᾶς λησμονῇς ΑΒαλαωρ. Ἔργα 2,236. Καὶ τοῦ δείχνει... | ’ς τὴν ἀφρόλουστη ἀμμουδιˬὰ τοὶς νεράιδες ξαπλωμένες, | ἀφροστέφανες παρθένες ΙΠολέμ. Κειμήλ. 130. Συνών. ἀφροστεφανωμένος, ἀφροστεφάνωτος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/