γελαστὴς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γελαστὴς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γελαστὴς ὁ, Λεξ. Βάιγ. Περίδ. Πρω. Δημητρ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. γελαστής.
Σημασιολογία
1) Ὁ γελῶν, ὁ ἔχων τάσιν νὰ γελᾷ Λεξ. Πρω. Δημητρ. 2) Γελαστέας, ὃ ἰδ. Λεξ. Βάιγ. Περίδ. Πρω. Δημητρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA