ἄργητα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄργητα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἄργητα, ἡ, σύνηθ. καὶ Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. (Κερασ.) Τσακων.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. ἄργητα, ὃ ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀργὸς καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ -ητα. Πβ. ἀλάφρητα.
Σημασιολογία
1) Βραδύτης περὶ τὰς κινήσεις ἢ τὴν ἐκτέλεσιν πραξεώς τινος, ἀργοπορία σύνηθ. καὶ Καππ. (Σινασσ.) Ποντ. (Κερασ.) Τσακων.: Ἡ ἄργητα δὲν εἶναι καλὴ-δὲν κάνει καλό: Πολλὴ ἄργητα ἔχει’ς τὴ δουλε͜ιά του. Τόση ἄργητα γιˬὰ νὰ πάῃ καὶ νά ’ρθῃ δὲ μοῦ ἀρέσει. Ἡ ἄργητα μᾶς ἔφαε (ἔγινε εἰς ἡμᾶς πρόξενος ζημίας). Ἡ ἄργητα σου δὲν ὑποφέρνεται σύνηθ. Ἡ ἄργητά του εἶναι μεγάλη, dά νά ἔπαθε; (τί ἆραγε ἔπαθε;) Μέγαρ. Εἶντ’ ἄργητα -ν- εἶναι -ν- αὐτή, ᾿ὲν εἶν᾽ τοῦ καλοῦ του! (πολὺ ἤργησε, δὲν εἶναι διὰ καλόν του, ἤτοι κάτι κακὸ συμβαίνει εἰς αὐτὸν) Νίσυρ. Ἡ δουλε͜ιὰ ἔχει ἄργητα ἀκόμη (μόνον διὰ πολλοῦ χρόνου δύναται νὰ ἐκτελεσθῇ) Εὔβ. (Κύμ.) Δίχως-χωρὶς ἄργητα Κεφαλλ. κ.ἀ. || Φρ. Δὲν ἔχει ἄργητα ἡ δουλε͜ιά-τὸ πρᾶμα (δὲν ἐπιδέχεται ἀναβολήν, βραδύτητα ἡ ὑπόθεσις) Πελοπν. (’Αρκαδ. Λακων. Μάν). Ἄργητα εἶναι νά ’ρθη; (ἀργεῖ νὰ ἔλθῃ ;) Μέγαρ. Ἄργητα εἶναι (ἀργεῖ) Νάξ. (Δαμαρ.) Θαρεῖς πῶς εἶν’ ἡ ἄργητα νὰ φύω; (νομίζεις ὅτι ἀργῶ νὰ φύγω;) Νάξ. (’Απύρανθ.) Παροιμ. Ἀπὸ τοῦ Θεοῦ τὴν ἄργητα σκάζ’ ὁ φτωχὸς ὁ μαῦρος (ἐπὶ τοῦ ἀδημονοῦντος διὰ τὴν βραδύτητα τῆς θείας δίκης) Θεσσ. || ᾎσμ. Ἀργεῖς, πουλλί μου, νὰ φανῇς κ᾿ εἶδα ’ν ἡ ἄργητά σου; καὶ λαχταρίζω νὰ τὰ δῶ τὰ μάθια τὰ δικά σου Κρήτ. Τ᾽ ἔχεις, διˬατρέ μου, κιˬ ἄργησες, τ᾽ ἦταν ἡ -- ἄργητά σου; πάς καὶ δὲ θὰ τὰ πλέρωνα κ’ ἐγὼ τὰ διˬτρικά σου; Κάσ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Χρον. Μορ. Η στ. 2543 (ἔκδ. JScmitt « οὐδὲν ἐποίκεν ἄργητα διὰ νὰ πολυμερήσῃ». Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἄργημα. β) Ὁ ᾍδης Πελοπν.: ᾎσμ. Πάει ’ς τὴν ἄργητα π᾿ ἀργοῦν, ᾿ς την ἁλυκὴ ποῦ λε͜ιώνουν, πάει ’ς τὸν ἀλησμονησμό, ἐκεῖ π᾿ ἀλησμονε͜ιῶνται. 2) Ἡ εἰς τὸν ἱερέα ἐπιβαλλομένη ποινὴ τῆς ἀποχῆς ἀπὸ πάσης ἱεροπραξίας Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ.) Κῶς Μακεδ. (Καταφύγ.) Σύμ. κ.ἀ. Συνών. ἄργεμα 2, ἀργία 3, ἄργισμαν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA