γελαστικὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γελαστικὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γελαστικὸς ἐπίθ. Πελοπν. (Μεσσ.)-Γ.Βλαχογιάνν., Προπύλ. 1, 10-Λεξ. Βάιγ. Περίδ. Πρω. Δημητρ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. γελαστικός.

Σημασιολογία

1) Ὁ φιλόγελως, ὁ ἔχων τάσιν, διάθεσιν πρὸς γέλωτα Λεξ. Πρω. Δημητρ. 2) Ὁ προκαλῶν τὸν γέλωτα, ὁ γελοῖος Πελοπν. (Μεσσ.)-Γ.Βλαχογιάνν., ἔνθ’ ἀν.-Λεξ. Βάιγ. Περίδ. Πρω. Δημητρ.: Ἤτανε γελαστικὸ τὸ παραμύθι Μεσσ. Γελαστικὸ τῆς ζωῆς σημάδι φαίνεται ψηλὰ τὸ κόκκινο μπαϊράκι Γ.Βλαχογιάνν., ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀναγελαστικός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/