γελᾶτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γελᾶτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γελᾶτος ἐπίθ. Δ.Καμπούρογλ., Νεράιδ. κάστρ., 95 γιλᾶτους Ἤπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γελῶ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ᾶτος, ὡς τρέχω-τρεχᾶτος, φεύγω- φευγᾶτος, χορταίνω-χορτᾶτος, δι’ ἃ ἰδ. Γ.Χατζιδ., ΜΝΕ 1,442.
Σημασιολογία
1) Γελαστός 1, ὃ ἰδ. Ἤπ. : ᾎσμ. Γιλάτη πὄρχιτ’ ἀποὺ πέρα | μὲ τὴν κόκκινη οὐμπρέλα 2) Καθαρός, αἴθριος Δ.Καμπούρογλ., ἔνθ’ ἀν.: Αὐτὸς ὁ γαλανός, ὁ γελᾶτος, ὁ κατάχρυσος οὐρανὸς ἐβαρέθηκε πιˬὰ νὰ σᾶς βλέπῃ!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA