ἀργιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀργιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀργιˬάζω (Νουμᾶς 131,12) ἀργιˬάζου Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Μακεδ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀργίζω, περὶ οὗ ἰδ. ἀργῶ, μεταπλασθέν κατὰ τὰ εἰς -ιˬάζω καθὼς καὶ ἀγγιˬάζω, ἀξιˬάζω, ἀρατιˬάζω ἐκ τοῦ ἀγγίζω, ἀξίζω, ἀρατίζω.
Σημασιολογία
Ἀργῶ, βραδύνω: Ἄργιˬασα, δὲν μπουρῶ νὰ στέκουμι Ἀδριανούπ. || ᾌσμ. Καλτσούδα μ’, τί ἄργιˬασες νά ’ρθῇς τώρᾳ τούτην τὴν ὥρα; (Νουμᾶς ἔνθ’ ἀν.) Ἥλιˬε μ’, τί ἄργιˬασες νὰ βγῇς κιˬ ἀργεῖς νὰ βασιλέψῃς; Μακεδ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀργεύω 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA