ἀργίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀργίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀργίζω Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀργός.
Σημασιολογία
᾿Επιβάλλω τὴν ποινὴν τῆς ἀργίας εἰς ἱερέα, ἤτοι κωλύω αὐτὸν ἀπὸ πάσης ἱεροπραξίας: Ὁ δεσπότς ἔργισεν τὸν ποππᾶν Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ. Ὁ ποππᾶς ἐμουν ἀργισμένος ἔν᾿ (ὁ παππᾶς μας εἶναι κτλ.) αὐτόθ. Συνών. ἀργεύω 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA