βουκολιάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουκολιάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
Βουκολˬιάζω (ΙΙ) Κύθηρ. βουκ-κουλgˬˬιˬάζω Ρόδ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. βoυκολιˬά.
Σημασιολογία
Συνάγω τοὺς βοῦς εἰς τὸ βουστάσιον.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA