ἄφρουττος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄφρουττος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄφρουττος ἐπίθ. ἀνάφρουττος Εὔβ. (Ὀξύλιθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ οὐσ. φροῦττο. Περὶ τοῦ τύπ. ἀνάφρουττος ἰδ. ἀ- στερητ. 1δ.
Σημασιολογία
Ὁ ἀκόρεστος εἰς τοὺς καρποὺς καὶ γενικῶς ὁ λαίμαργος (θὰ ἐσήμαινε κατ᾽ ἀρχὰς ἐκεῖνον ποῦ δὲν τοῦ ἔμεναν ποτὲ φροῦττα, διότι τὰ ἔτρωγε ἀμέσως, ἤτοι τὸν στερούμενον ὀπωρῶν διὰ τὴν ἰδίαν λαιμαργίαν).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA