ἀργοβαδίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀργοβαδίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀργοβαδίζω ΧΧρηστοβασ. Διηγ. στάνης 173.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἀργὰ καὶ τοῦ ρ. βαδίζω.
Σημασιολογία
Βαδίζω βραδέως: ᾿Ενῷ τ’ ἄλλα ἔπαιρναν δρόμο, αὐτὸ ὅλο κιˬ ἀργοβάδιζε καὶ κοντοστέκουνταν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA