γελλουριˬασμένος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γελλουριˬασμένος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γελλουριˬασμένος ἐπίθ. ἀμάρτ. Θηλ. γιˬαλ-λdουριˬασμένη Ρόδ.
Ετυμολογία
Ἡ μετοχ. τοῦ ἀμαρτ. ρ. γελλουριˬάζω, ὃ ἐκ τοῦ οὐσ. Γελλούρα.
Σημασιολογία
Τὸ θηλ. ὡς οὐσ. 1) Γελλοῦ 7, ὃ ἰδ. β) Γελλοῦ 7β, ὃ ἰδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA