γελοκλαίνισμαν

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γελοκλαίνισμαν

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γελοκλαίνισμαν τό, Πόντ. (Χαλδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. γελοκλαινίζω.

Σημασιολογία

Ὁ μετὰ κλαυθμοῦ ἀνάμεικτος γέλως, κλαυσίγελως. Συνών. γελάκλαμα, κλαψόγελιˬο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/