γελόκλαμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γελόκλαμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γελόκλαμα τό, ἀμάρτ. γελόκλαμαν Κύπρ.-Δ.Λιπέρτ., Τζιυπρ. τραούδ., 17 γελόκλαηˬμα Κέρκ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. γελοκλαίω.
Σημασιολογία
Κλαυσίγελως ἔνθ’ ἀν.: Κάμνει πὼς γελᾷ, ἀμ-μὰ τὰ γέλιˬα του ἔγ’ γελόκλαμαν Κύπρ. || Ποίημ. Τυρά, τοῦτα ποὺ κάμνεις, ’ὲν ἔν’ πράματα· ὣς πόσον πκιˬὸν γελόκλαμαν μαζίσ-σου! Δ.Λιπέρτ., ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἐν λ. γελοκλαίνισμαν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA