βουλὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουλὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βουλὴ ἡ, κοιν. καὶ Ἀπουλ.(Μαρτάν.) Πόντ (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.) β’λὴ βόρ. ἰδιώμ. ᾿ουλὴ Κάρπ. Πληθ. βουλάες Κύπρ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. βουλή.
Σημασιολογία
1) Γνώμη, ἐπιθυμία, θέλησις σύνηθ.καὶ Ἀπουλ (Μαρτάν.) Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.) : Βουλὴ Θεοῦ. Τὸ παιδὶ πάει μὲ τὴ βουλὴ τοῦ πατέρα του σύνηθ. Τοὺν ἔβαλι οὑ διˬάβουλους ᾿ς τὴ β’λή τ᾿ Ἤπ. Τοὺ πιδὶ ἔ’ β’λὴ κὶ θὰ προκόψ’ Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ἀπιδβαίν’ ἀσ’ σὴν βουλὴν τῆ πατέρα ᾿τ᾿ (ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴν βουλὴν τοῦ πατρός του) Τραπ.‖ Φρ. Εἶμαι 'ς τὴ βουλὴ τοῦ δεῖνα (ὑπακούω εἰς τὸν δεῖνα). Βγαίνω ἀπὸ τὴ βουλὴ τοῦ δεῖνα (παρακούω εἰς τὸν δεῖνα). Δίνω βουλὴ (συμβουλεύω). Παίρνω βουλὴ (συμβουλεύομαι) πολλαχ. Βάνω ἢ δίνω βουλὴ (συγκατατίθεμαι) Κάσ. Κρήτ. Τὸν ἔχου β’λὴ τσ’ ἀρώτ’μα (τὸν συμβουλεύομαι εἰς πᾶσαν περίστασιν) Σκῦρ. || Παροιμ. Ὁ λύκος κι ἂν ἐγέρασε κι ἄλλαξε τὸ μαλλὶ του, μηδὲ τὴ γνώμη ἄλλαξε μηδὲ καὶ τὴ βουλή του («φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ράδιον») πολλαχ. Οὑ ἄνθρουπους μὶ τὴ β’λή τ᾽ κιˬ οὑ Θιὸς μὶ τὴ θ᾽κή τ᾿ («ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ Θεὸς κελεύει») Ἤπ. ΙΙ Γνωμ. Ὅπου γέρως κακὸ σκάνταλο, ὅπου γρία κακὴ βουλὴ Ζάκ. 'Πὸ οὕλ-λες τὲς βουλάες ἔπαιρνε, 'ποὺ τὴν βουλὴν ὄξω μὴν-ι-βκαίν-νῃς Κύπρ. Πολλῶν βουλὴν ἀγόραζε καὶ τὴ δική σου κράτει Σέριφ. Ὁ Θεˬὸς τοῦ κακορρίζικου κακὴ βουλὴ τοῦ βάνει ΙΒενιζ. Παροιμ.2 184, 106. || ᾌσμ. Ἀγαπημένο μου πουλλί, βουλὴ ἦρχα νὰ σοῦ πάρω Ἴος Δοξάζω σε, καλὲ Θεέ, ποῦ ᾽σαι ᾿ς τὰ ψηλωμένα, καμμιˬὰ βουλὴ 'ὲν γένεται μὲ δίχως σου ἐσένα Κύπρ. Ἐγὼ 'ὲν ἦρτα, ρήαινα, νὰ φά’, νὰ ξηφαντώσου, παρὰ βουλὴν μοῦ ἔστειλε ταὶ ἦρτεν νὰ μὲ πάρῃ (ἦρθε νὰ μὲ πάρῃ ἐνν. ὁ ἀγγελιοφόρος ὁ κομιστὴς τῆς βουλῆς) αὐτόθ. Συνών. βούλησι β) Διανόησις, σκέψις πολλαχ. καὶ Ἀπουλ. (Μαρτάν.) : Βάνω – δίνω - κάνω -παίρνω βουλὴ (ἀποφασίζω). Βάνω κακὴ βουλὴ («κακὰ βουλεύομαι») πολλαχ. Ὁ Θεὸς νὰ σοῦ βάλῃ καλὴ (εὐχὴ) Ρόδ. ‖ Παροιμ. 'Σ τοῦ γαμπροῦ βουλὴ δὲν ἔχουν καὶ 'ς τὴ νύφη μαγειρεύουν (ἐπὶ προώρου ἐνεργείας) Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) ‖ ᾌσμ. Σήμερα ἔβαλαν βουλὴν οἱ ἄνομοι Ἑβραῖοι, οἱ ἄνομοι καὶ τὰ σκυλλιά, οἱ τρισκαταραμένοι πολλαχ. Βουλὴ κάμαν ἐτσεῖνοι οἰ Ἑβραῖοι νὰ μᾶς πιάκου τὸ Κριστὸ Μαρτάν. 2) Τὸ νομοθετικὸν σῶμα τῶν αἱρετῶν ἀντιπροσώπων τοῦ λαοῦ λόγ. κοιν. : ᾎσμ. Δὲ σοῦ 'πα γώ, Δυσσέα μου, δὲ σοῦ 'πα ᾽γώ, παιδί μου, μὲ τὴ βουλὴ μὴν πιˬάνεσαι, μὲ τοὺς καλαμαρᾶδες; Εὔβ. 3) Τὸ κτήριον ὅπου στεγάζεται τὸ κοινοβούλιον, βουλευτήριον λόγ. κοιν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA