βούλημα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βούλημα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βούλημα τό, Ἰων. (Κρήν.) Ρόδ. Χίος κ. ἀ.-Λεξ. Περίδ. Βυζ. Βλαστ. 364 βούλ-λημαν Κύπρ. ᾿ούλημα Χίος βούλισμα Κρήτ. Σίφν.-Λεξ. Βυζ. βόλιγμαν Πόντ. (Τραπ.) γούλισμα ἀγν. τόπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. βουλῶ, παρ’ ὃ καὶ βουλίζω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1) Βύθισις, κατάδυσις, καταποντισμὸς Πόντ. (Τραπ.) Λεξ. Περίδ. Βυζ. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Σομ. β) Πληθ. βουλήματα ἢ ᾽ουλήματα, ἡ δύσις τοῦ ἡλίου Χίος-Λεξ. Βλαστ. γ) Ἡ πλήρωσις τοῦ στόματος δι’ ὕδατος καὶ ἡ ἐκσφενδόνισις αὐτοῦ μεθ’ ὁρμῆς Ρόδ. 2) Κατάπτωσις, καθίζησις ἐδάφους Κρήτ. Ρόδ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Βούλισμα Κρήτ. Βουλίσματα Κρήτ. ᾽Ουλίσματα Κάρπ. β) Τόπος εἰς τὸν ὁποῖον δύναταί τις νὰ βυθισθῇ Κύπρ : Τὸ χωράφιν ἔει βούλ-λημαν ταὶ βουλ-λοῦν τὰ κτηνά. γ) Ἀγρὸς λιπαρὸς ἕνεκα τῆς συσσωρευμένης ἐν αὐτῷ ἰλύος (κυρίως ἐν ᾧ οἱ πόδες βυθίζονται εἰς τὴν ἰλὺν) ἀγν. τόπ. δ) Βύθισις ἐντὸς λάκκου τοῦ λίνου ἢ τῆς καννάβεως πρὸς ἀποχωρισμὸν τῶν ἰνῶν τοῦ φλοιοῦ Κύπρ. ε) Κοιλότης σχηματιζομένη εἰς πρᾶγμά τι ἐκ πιέσεως ἢ κτυπήματος Κύπρ.: Τό βούλ-λημαν τοῦ τέζερε. Συνών. βουλημάδα, βουληματιˬά. 3) Κατακρήμνισις, κατεδάφισις Ἰων. (Κρήν.) –Λεξ. Περίδ. β) Κατακρημνισμένος τοῖχος ἀγροῦ Σίφν. Συνών. βουλησιˬά, βουλιˬάχτρα 4, βουλίστρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA