γελοῦσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γελοῦσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γελοῦσα ἐπίθ. θηλ. Πελοπν. (Λακων. Μάν.) Πόντ. (Κερασ. Τραπ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. γελῶ καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -οῦσα, περὶ ἧς ἰδ. Ἄνθ.Παπαδόπ., Ἀθηνᾶ 37 (1925), 180 κἑξ.
Σημασιολογία
1)Γυνὴ εὐπροσήγορος Πόντ. (Κερασ. Τραπ. κ.ἀ.) 2) Ὡς οὐσ., ἡ πορδῆ, ὡς προκαλοῦσα τὸν γέλωτα Πελοπν. (Λακων. Μάν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA