γελούσης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γελούσης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γελούσης ἐπίθ. Πελοπν. (Γαργαλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ θηλ. ἐπιθ. γελοῦσα. Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ ἰδ. Ἄνθ. Παπαδόπ., Ἀθηνᾶ 37 (1925), 197.
Σημασιολογία
Ὁ προκαλῶν τὸν γέλωτα: Φρ. Εἶναι γελούσης, εἶναι καὶ φαρμακούσης (διὰ τὴν πορδήν, ἥτις προκαλεῖ τὸν γέλωτα, ἀλλ’ ἐνίοτε καὶ τιμωρίαν εἰς τὸ περδόμενον ἄτομον).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA