βούλησι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βούλησι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βούλησι ἡ, Νίσυρ. Πελοπν. (Καλάβρυτ.)-Λεξ. Δημητρ. βούλη’ Θρᾴκ. (Αἶν.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. βούλησις.
Σημασιολογία
Βουλὴ 1, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν. : Τί νὰ κάνουμε, ἔτσι ἤτανε ἡ βούλησι τοῦ Θεοῦ Καλάβρυτ. || ᾎσμ. Χωρὶς ἀγγέλου βούλησιν ἐμπῆκε μέσ᾿ ᾽ς τὸν ᾍδην Νίσυρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA