γελοχαχαρίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γελοχαχαρίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γελοχαχαρίζω Καρ. (Ἁλικαρνασσ.)-Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. ’ελοχαχ-χαρίτζω Κάρπ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν ρ. γελῶ καὶ χαχαρίζω.

Σημασιολογία

Γελῶ ὑπερβολικῶς καὶ ἀναισχύντως ἔνθ’ ἀν.: Οὕλοι ’ς τὸν ξένο bόνο γελοχαχαρίζουνε Κρήτ. Εἶdα γελοχαχαρίζετε; θωρεῖτε κιˬἀνένα κατουρημένο; αὐτόθ. Τὸν εἴδανε τσαὶ γελάσανε τσαὶ γελοχαχαρίσανε (ἐξ ἐπῳδ.) Ἁλικαρνασσ. || Παροιμ. Ἀβράκωτος βρακώθητσε τσ’ ἐελοχαχ-χάριτζεν (ἐπὶ νεοπλούτου ἐπιδεικνύοντος τὴν χαράν του) Κάρπ. Συνών. γελοκακανίζω, χαχανίζω, χαχαρίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/