ἀργοδούλι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀργοδούλι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀργοδούλι τό, ἀμάρτ. ἀργοδού’ Σκῦρ. ἀργουδού’ Θεσσ. (Ζαγορ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀργὸς καὶ τοῦ οὐσ. δουλε͜ιά.

Σημασιολογία

1) Ἔργον τὸ ὁποῖον ἐκ τῆς φύσεώς του βραδέως δυναται νὰ ἐκτελεσθῇ Θεσσ. (Ζαγορ.): Τοὺ κέντ’μα εἶν᾿ ἀργούδού’. 2) Μικρὰ ἐργασία, μικρὰ ἀπασχόλησις Σκῦρ.: Ἅμα ἀποσπερίσαμε, ὕστερα ἕνας σωρὲς ἀργοδούλιˬα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/