βουλιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουλιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βουλιˬάζω βολζω Πόντ. (Οἰν. Τραπ.) βουλιˬάζω κοιν. Βουλιˬάζου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. καὶ Πελοπν. (Κίτ. Μάν. Τσακων.) β’λιˬάζου βόρ. ἰδιώμ. βουλιˬάν-νου Λυκ. (Λιβύσσ.) βουλιˬάχνω Κρήτ. κ.ἀ. σβουλιˬάζω Πελοπν. (Δημητσάν.) βουλιˬῶ Ἀνδρ. Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) Κρήτ. Σκίαθ. βουλιˬοῦ Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) β’λιˬῶ Σκοπ. β’λιˬοῦ Σκῦρ. βουλιˬάω Ζάκ. Πελοπν. (Αἴγ. Κλουτσινοχ. Λάστ. Τρίκκ.) κ. ἀ. Βουλιˬάου Εὔβ. (Ὄρ.) Ἤπ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Σουδεν.) σβουλιˬάου Πελοπν. (Καλάβρυτ,) Μετοχ. βιλιˬαγμένος Ἤπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεταγν. βολίζω.
Σημασιολογία
1) Βυθίζω τι εἰς ὑγρὸν ἢ πρᾶγμα ὑδαρὲς κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν. Τραπ.) Τσακων : Ὁ ἀδέξιˬος καπετάνιˬος βουλιˬάζει τὸ καράβι. Ἡ φουρτούνα βούλιˬαξε τὴ βάρκα κοιν. Βουλιˬάζου τοὺ δέρμα ᾿ς τοὺ νιρὸ νὰ μουρκέψ’ Ἀνασελ. || Γνωμ. Μικρὴ τρῦπα βουλιˬάζει μεγάλο καράβι Λεξ. Δημητρ. Καὶ ἀμτβ. βυθίζομαι κοιν. : Βούλιˬαξε ἡ βάρκα -τὸ καράβι κττ. Δὲν ἤξερε νὰ κολυμπᾷ καὶ βούλιˬαξε σὰν τὸ μολύβι. Βούλιˬαξα 'ς τὴ λάσπη. Βάρκα βουλιˬαγμένη. Καράβι βουλιˬαγμένο κοιν. || Φρ. Πῆγε καὶ βούλιˬαξε (ἐπὶ τοῦ ἀποσταλέντος κἄπου καὶ βραδύνοντος νὰ ἐπιστρέψῃ) Πελοπν. (Ἀρκαδ. Κορινθ.) β) Δύω Λεξ. Δημητρ.: Ὁ ἥλιος βουλιˬάζει. γ) Καταχώνω τι Πελοπν. (᾿Αργολ.) Βουλιˬάζω τὸ κούτσουρο (ρίπτω τὸν κορμὸν τοῦ κλήματος ἐντὸς λάκκου καὶ ἀφίνω ἑκατέρωθεν δύο κλήματα πρὸς ἀναβλάστησιν). 2) Κάμνω τι νὰ καθιζήσῃ, προξενῶ καθίζησιν πολλαχ. Τὸ χιˬόνι βούλιˬαξε τὴ σκεπὴ τοῦ σπιτιοῦ. Τὰ πολλὰ νερὰ βούλιˬαξαν τὸ πλακόστρωτο Λεξ. Δημητρ. Καὶ ἀμτβ. ὑφίσταμαι καθίζησιν, καθιζάνω σύνηθ. : Βούλιˬαξε τὸ χωριˬὸ ἀπ’ τὸ σεισμό. Βούλιˬαξε τὸ χωράφι ἀπ᾿ τὰ πολλὰ νερά. Βουλιˬάζει ἡ γῆ - ὁ τόπος κττ. Βουλιˬάζει ὁ καναπὲς ἀπ᾿ τὴν πολλὴ χρῆσι. Βουλιˬαγμένος καναπές. Βουλιˬαγμένη καρέκλα.‖ ᾎσμ. Τσῆ θάλασσας τὰ κύματα πατῶ καὶ δὲ βουλιˬᾶνε, ἃ θέλω 'γὼ νὰ σ’ ἀγαπῶ, κἀνένα δὲ φοβᾶμαι Ἀργυρᾶδ. Ἡ μετοχ. οὐσ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Βουλιˬασμένη Κόρινθ. Βουλιˬαγμένη Ἀττικ. Ἤπ. Μέγαρ. ᾽Ουλιˬασμένα (τὰ) Κάρπ. β) Ὑφίσταμαι κοίλωσιν, κοιλαίνομαι Ναύστ. Πελοπν. (Μεσσ. Λάστ.) κ. ἀ.-Λεξ. Δημητρ. : Βούλιˬαξε ἡ λαμαρῖνα ᾽ς τὴ μέση Ναύστ. Βούλιˬαξαν τὰ μάγουλά του Λεξ. Δημητρ. Δὲ σβουλε͜ιέται τ’ ἀπίδι (εἶναι ἄωρον, σκληρὸν καὶ πιεζόμενον διὰ τοῦ δακτύλου δὲν ὑφίσταται κοίλωσιν) Μεσσ. Μάτιˬα βουλιˬαγμὲνα Λεξ. Δημητρ.‖ ᾎσμ. Τῆς ὄμορφης τὸ μάγουλο, ὅταν γελάῃ, βουλιˬάει Λάστ. 3) Κρημνίζω, κατακρημνίζω Ἄνδρ. Ζάκ. κ. ἀ. Βουλιˬάζω τὸ dοῖχο Ἄνδρ. Πάει 'ς τὸ παλάτι καὶ εἴπενε᾿ς τοὺς μαστόρους νὰ τὸ βουλιˬάσουνε (ἐκ παραμυθ.) Ἄνδρ. Καὶ ἀμτβ. Ἄνδρ. Τῆν. κ. ἀ. : Βούλιˬαξε τὸ σπίτι Τῆν. Τὸ βασιλόπουλλο βρίσκει τὸ σπίτι βουλιˬαγμένο (ἐκ παραμυθ.) Ἄνδρ. 4) Ἐξολοθρεύω, καταστρέφω Εὔβ. (Ὄρ.) Ζάκ. Ἤπ. Θρᾴκ. Ἰων. (Σμύρν.) Κεφαλλ. Κυδων. Πάρ. Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Τσακων. κ.ἀ. -Λεξ. Δημητρ. : Τὸν βούλιˬαξαν οἱ ἀρρώστιˬες –τὰ πολλὰ ἔξοδα–τὰ χρέη κττ. Λεξ. Δημητρ. Τοὺν βούλιˬαξι τοὺν ἄνθρουπου Αἰτωλ. Κυδων. Καὶ ἀμτβ. ἐξολοθρεύομαι, καταστρέφομαι, ἐξαφανίζομαι : Βούλιˬαξε τὸ σπίτι τοῦ δεῖνα Ὄρ. Πάρ. Ἐβούλιˬαξε μιˬὰ πόλι Ζάκ. Βούλιˬαξαν οἱ δουλε͜ιές μου Καλάβρυτ. Βούλιˬαξε ὁ κακότυχος Πάρ. Βούλιˬαξι κὶ Πάει ἡ--οὑλόσκουτους (ὁ τρισκακοδαίμων) Κυδων. Βουλιˬασμένες πολιτεῖες (τελείως ἐξαφανισθεῖσαι) ΚΠαλαμ. Ἀσάλ. ζωὴ2 29 ‖ Φρ. Νὰ βουλιˬάξῃ τ’ ὄνομά σου. (ἀρὰ) Ζάκ. ‖ ᾌσμ. Ὅλος ὁ κόσμος νὰ καῇ κ’ ἡ Πάτρα νὰ βουλιˬάξῃ καὶ τὴν κατακαηˬμένη Ζάκυθο ὁ Θεˬὸς νὰ τῆ φυλάξῃ Ζάκ. Ἀφίνεις τὴ μητέρα σου παραπονεμένη σὰν ἐκκλησιˬὰ ἀλειτούργητη, σὰ χώρα βουλιˬασμένη Θρᾴκ. 5) Μεταφ. οἱονεὶ πνίγομαι ἀπὸ τὴν πλησμονὴν πράγματός τινος Δαρδαν. Ἤπ. Κεφαλλ. Μεγίστ. Πελοπν.( Αἴγ.) Σκῦρ. κ.ἀ. : Τὸ σπίτι του βουλιˬάζει ἀπ’ τ’ ἀγαθὰ κιˬ ἀπ’ τὰ καλὰ Δαρδαν. Οἱ γεωργοὶ βουλιˬάζ’ νε ἀπ’ τσοὶ σοδε͜ιὲς Σκῦρ. Φέτι θὰ β’λιˬάξωμε ἀπ᾿ τὸ λᾴδ’ αὐτόθ. ‖ Φρ. Βουλιˬάζω 'ς τὸ αἷμα (ἐπὶ πλησμονῆς αἵματος) Ἤπ. Βουλιˬάζω 'ς τὰ ἔξοδα-᾿ς τὰ χρέη (συνών. φρ. πνίγομαι'ς τὰ ἔξοδα κτλ.) Αἴγ. Κεφαλλ. Μεγίστ. κ. ἀ. Μετοχ. 1) Ἀτυχής, δυστυχής, κακομοίρης Ζάκ. Κεφαλλ. Πελοπν. (Πυλ.) : Ὁ βουλιˬασμένος ὁ πατέρας μου ζῶdας του ἐπλέρωσε τἀ χρέη του Κεφαλλ. β) Ἐκεῖνος ποῦ εἴθε νὰ ὑποστῇ καθίζησιν, νὰ ἐξαφανισθῇ, ἐπὶ τόπου ἀγόνου Πελοπν. (Μάν.) : Βουλιˬασλένος τόπος. γ) Ἐκεῖνος ποῦ εἴθε νὰ ἀποθάνῃ Κεφαλλ. : Μωρὲ βουλιˬασμένο, ποῦ ἤσουνε ; 2) Κατηραμένος Κρήτ. : Δὲν ἔχουνε οἱ βουλιˬασμένες ἐλα͜ιὲς τσίκουδο (οὔτε ἕνα καρπόν). 3) Οὐσ. βιλιˬαγμένη, νεκροταφεῖον Ἤπ. Πβ. βουλῶ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA