ἀργοκίνητος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀργοκίνητος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀργοκίνητος ἐπίθ. πολλάχ. ἀργοκούνητος πολλάχ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Το μεσν. ἐπίθ. ἀργοκίνητος.

Σημασιολογία

Ὁ βραδέως κινούμενος, βραδυκίνητος, νωθρός: Ἀργοκούνητο ποδάρι ΙΨυχάρ. Ταξίδ.3 116. || Φρ. Καράβι ἀργοκίνητο (ἐπὶ ἀνθρώπου νωθροῦ) πολλαχ. || Παροιμ. Ἀργοκίνητο καράβι, κάθε χρόνο καὶ ταξίδι (συνών. τῇ προηγουμένῃ φρ.) Ἑπτάν. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Διήγ. παιδιόφρ. στ. 801 (ἔκδ. Wagner σ. 169) «καὶ εἶσαι ἀργοκίνητη, ἀργὴ ὥσπερ χελώνα». Συνών. ἀγάληˬος, ἄναργος, ἀρᾴθυμος 1, ἀργητὸς Α1β, ἄργιρος, ἀργοπερπάτητος, ἀργοπόρευτος, ἀργοπορινός, ἀργοποριστής, ἀργόπορος, ἀργὸς Α2, ἀργοσάλευτος, *ἀργόσης, ἀργοστόλιστος 2, ἀργόσυρτος, ἀργοχέρης, ὀκνός, ἀντίθ. γρήγορος, σβέλτος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/