ἀνάλιν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάλιν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνάλιν ἐπίθ. οὐδ. Πόντ (Οἰν.) ἀνάλι Πόντ. (Οἰν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄναλος Ἱδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν ’Αθηνᾴ 37 (1925) 168.
Σημασιολογία
Τὸ μὴ ἔχον ἅλας, τὸ μὴ ἁλατισμένον: Φαγεῖν ἀνάλιν. Συνών. ἀνάρτιν. Πβ. ἀναλάτιστος 1, ἀνάλατος Α 1, ἀνάλιστος, ἄναλος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA