βουλιθιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βουλιθιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βουλιθιˬάζω (Ἐφημ. Φιλομαθ. 7,987)!

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βουλιθιˬά.

Σημασιολογία

Βάλλω τι ἐντὸς βοείας κόπρου : Βουλιθιˬάζω τὸ παννὶ (διὰ νὰ μαλακώσῃ καὶ νὰ λευκανθῇ).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/