γεμάτι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεμάτι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γεμάτι τό, ἀμάρτ. γιˬομάτσι Πελοπν. (Κίτ. Μάν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γέμα κατὰ τύπον ὑποκορ.

Σημασιολογία

Ἡ περὶ τὴν δεκάτην πρωινὴν ὥρα: ᾌσμ. Ὁ Χάρος σὰ d’ ἀγροίκησε, | πολὺ τοῦ βαρε͜ιοφάνηκε κιˬ ὣς τὸ γιˬομάτσι τὸ καλὸ | ἐπῆρε τοὺς ἐννιˬὰ ἀδερφοὺς καὶ μέσα ’ς τὸ κοdόβραδο | ἐπῆρε καὶ τὸ Gωσταdῆ (ἐκ μοιρολ.) Μάν. Μέσ’ ’ς τὸ γιˬομάτσι τὸ καλὸ | ἦρθ’ ὁ καλό μου πεθερὸς (ἐκ μοιρολ.) Κίτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/