γεματίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεματίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γεματίζω Δαρδαν. Θρᾴκ. (Καλαμ.) Ἰκαρ. Πόντ. (Ὄφ.)-Λεξ. Περίδ. Βυζ. Πρω. Δημητρ. γιματίζου Θρᾴκ. (Καλλίπ.) Λῆμν. Μακεδ. (Βόιον Γκιουβ.) γεματίζ-ζω Κῶς Ρόδ. Σύμ. ’εματίζω Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Χάλκ. γιˬοματίζω σύνηθ. γιˬοματίζου Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Βρύσ. Κύμ. ᾽Οξύλιθ.) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) γιˬουματίζου Ἁλόνν. Εὔβ. (Στρόπον.) Ἤπ. Θεσσ. (Ἀργιθ. Καλαμπάκ.) Ἴμβρ. Μακεδ. (Βλάστ. Βόϊον Γρεβεν. Δῖον Δρυμ. Θεσσαλον. Καστορ. Καταφύγ. Λιτόχ. Σιάτ. Σισάν. Χαλκιδ.) Σαμοθρ. Σκόπ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀχυρ. Ναύπακτ. Τριχων.) γεματῶ Ρόδ. γιματάου Ἤπ. γιˬοματάου Ἤπ. (Τσαμαντ.) γιˬουματάου Ἤπ. Ζαγόρ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Γραν.) γιˬοματίζω ’μα Τσακων. (Χαβουτσ.)- Λεξ. Ἠπίτ.
Χρονολόγηση
Βυζαντινό
Ετυμολογία
Τὸ Βυζαντ. γεματίζω, ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ. γευματίζω. Ὁ τύπ. γιˬοματίζω καὶ παρὰ Δουκ. Πβ. καὶ Μαχαιρ. 1, 406 (ἔκδ. R. Dawkins) «καὶ ἦλθαν καὶ ἐγιομάτισαν».
Σημασιολογία
Α) Ἀμτβ. 1) Τρώγω τὸ μεσημβρινὸν φαγητόν, ἀριστῶ σύνηθ. καὶ Πόντ. (Ὄφ.): Εἶναι μεσημέρι, πᾶμε νὰ γιˬοματίσουμε σύνηθ. Γιˬουματίζου τώρα, δὲν ἔρχουμι Στερελλ. (Ἀχυρ.) Θὰ γιˬουματίσ’ σ’ ἰμᾶς Μακεδ. (Βλάστ.) Γιˬοματίζαμαν ταπέρα ’ς τὴ βρυσούλα καὶ πίναμαν καὶ κρύο νερὸ Ἤπ. (Μαργαρ.) Ἔχω τὴν εὐχαρίστηση τὴν Κυριˬακὴ νὰ γιˬοματίσουμε μαζὶ ’ς τὸ παλάτι (ἐκ παραμυθ.) Ζάκ. Τὸ μεσημέρι γιˬομάτισα φαῒ ξαιρετικὸ Κέρκ. Οὔτε γιˬὰ νὰ γιˬοματίσωμε δὲν ἐβγάλαμε ψάριˬα Ἐρεικ. Ἄλλαξε γνώμη, νὰ περιμένουν, μιˬὰ κ’ ἦταν μεσημέρι, μὴ φανῇ νὰ γιˬοματίσῃ Π.Παπαχριστοδ., Θρᾳκ. ἠθογραφ. 1, 15 || Φρ. Καλῶς τὰ γιˬοματᾶτε (χαιρετισμὸς πρὸς τοὺς γευματίζοντας) Ἤπ. Ν’ ἀναστενάζῃ νὰ δειπνάῃ | νὰ κλαίῃ νὰ γιˬοματίζῃ! (ἀρὰ) Ἤπ. || Παροιμ. Πο͜ιὸς γελάει καὶ γεματάει, | δὲν εὑρίσκει νὰ δειπνήσῃ (ὁ ἐπιτυγχάνων τι δι’ ἀπάτης κατὰ πρώτην φοράν, δὲν ἐπιτυγχάνει τοῦτο διὰ δευτέραν) Ἤπ. Μὲ γέλασες καὶ δείπνησες, μὰ δὲ θὰ γιˬοματίσῃς (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Πελοπν. (Πάτρ.) Τοὺ ψέμα ἄ γιˬουματίσ’, δὲ δειπνᾷ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Μακεδ. (Καταφύγ.) Εἶπες ψέματα καὶ γιˬομάτισες, θὰ εἰπῇς ἀλήθε͜ια καὶ δὲ θὰ δειπνήσῃς (οἱ ψεῦσται καὶ ἀλήθειαν λέγοντες δὲν γίνονται πιστευτοὶ) Πελοπν. Ὁ ἄναργος κιˬ ὁ γλήγορος ἀντάμα γιˬοματοῦνε (ὁ σπεύδων κουράζεται ταχέως καὶ φθάνει εἰς τὸ τέρμα συγχρόνως μὲ τὸν βραδέως, ἀλλὰ κανονικῶς βαδίζοντα) Ἤπ. (Τσαμαντ.) Οὑ οὐκνὸς κὶ γλήουρους ἀντάμα γιˬουματίζ’ι (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Στερελλ. (Τριχων.) Ὅπο͜ιος γιˬοματίζει ’ς τὸ σπίτι του, δειπνάει ’ς τὸ χωράφι (ὁ φυγόπονος μεταμελεῖται καὶ ζημιοῦται) Ι.Βενιζέλ., Παροιμ.2, 206, 428 || ᾌσμ. Ὁ δάσκαλος τὸ σκόλασε νὰ πά’ νὰ γιˬοματίσῃ Θρᾴκ. (Καλλίπ.) Πᾶρε κ’ ἐμέ, λεβέντη μου, πᾶρε κ’ ἐμὲ κοντά σου, νὰ φτε͜ιάσω δεῖπνο νὰ δειπνᾷς, γιˬόμα νὰ γιˬοματίζῃς Μακεδ. (Φλόρ.) Τὸ ζάχαρη γιˬομάτιζαν, τὸ μόσκο δειλινοῦσαν Θεσσ. (Λάρ.) ’Σ τὶς Σέρρις ἐπρουγεύουdαν, ’ς τὴ Λάρ’α γιˬουματίει, ’ς τὰ ἔρημα τὰ Γιάινα βουλε͜ιέται νὰ δειπνήῃ Μακεδ. (Χαλκιδ.)-Ποίημ. Καὶ γιˬοματίζαμε τυρόπιττα | καὶ δειλινίζαμε μπλουγούρι καὶ πίναμε καὶ τὸ χρονίτικο | κρασὶ μὲ τὸ παγούρι Σ.Σκίπ., Ἀπέθαντ., 122. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Μαχαιρ. 1, 636 (ἔκδ. R. Dawkins) «ἐπῆρεν τὸ φουσσᾶτον καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν Παλαμίδαν κ’ ἐκεῖ ἐγιομάτισεν καὶ ἀπόγιˬομαν ἐπῆγεν εἰς τὸν Λιμνάτην». Συνών. ἀπογεματίζω (Ι), γεματάρω 1, μεσημεριˬάζω. 2) Προγευματίζω Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Βρύσ.) ᾽Ικαρ. Μακεδ. (Ἀβδέλλ. Δῖον) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.): Ἔγινε γιˬόμα, γιˬομάτισε Βρύσ. ᾿Ελᾶτε νὰ γιˬοματίσωμε, ἐσηκώθη ὁ ἥλιˬος Κίτ. 3) Ἀπροσ., γίνεται μεσημβρία Σαμοθρ. Στερελλ. (Γραν.): Γιˬουμάτ’σι, κιˬ ἀκόμα δὲ νο͜ιώσα (ἔγινε μεσημέρι καὶ ἀκόμη δὲν ἐξύπνησα) Σαμοθρ. Β) Μετβ. 1) Ὁδηγῶ τὰ ποίμνια ὑπὸ σκιάν, ἵνα παρέλθῃ ὁ καύσων τῆς μεσημβρίας Πελοπν. (Μεσσ.): Θὰ dὰ γιˬοματίσω ἀποκάτου ’ς τὸ δέdρο τὰ πρόβατα. Συνών. μεσημεριˬάζω, ξεγεματίζω, ξεμεσημεριˬάζω, σταλίζω. 2) Ἀμέλγω τὰ πρόβατα κατὰ τὴν μεσημβρίαν Θεσσ. (Καλαμπάκ.): Ἀποὺ τοὺν Αὔγουστου κὶ πέρα τὰ γιˬουματίζουν τὰ πρόβατα. β) Ἀμέλγω τὰ πρόβατα κατὰ τὸν πρὸ τῆς μεσημβρίας χρόνον, συνήθως μεταξύ ἐνάτης καὶ δεκάτης πρωινῆς ὥρας Εὔβ. (Στρόπον.) 3) Δοκιμάζω τὴν γεῦσιν πράγματός τινος, γεύομαί τινος Θρᾴκ. (Καλαμ.) Κρήτ. Λῆμν. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πόντ. (Ὄφ.) Ρόδ. Σύμ. Χάλκ.: Δέ γεμάτ’σα ψωμὶ δυˬὸ μέρες Καλαμ. Γέμ’σι οὑ κόσμους σταφύλιˬα, κὶ μεῖς μήτι τὰ γιματίσαμι Λῆμν. Μόνου π’τὰ γιμάτ’σα τὰ γράμματα Λῆμν. Γεμάτισέ το τὸ φαΐ, ἂν εἶναιν gαλὸ ’ς τὸ ἅλας Ρόδ. Τὸ σταφύλ-λdιν ’ὲν dὸ γεματίσαμε φ-φέτι αὐτόθ. Γεμάτισο τὴ μαερεία καὶ τέρ’ νὰ μ’ ἔν’ ἁλυκὸ (δοκίμασε τὸ μαγειρευόμενον φαγητὸν καὶ κοίταξε μήπως εἶναι ἁλμυρὸν) Ὄφ. Δὲ dὰ τρώω καθόου τὰ χόρτα, δὲ dὰ ’εματίζω Ἀπύρανθ. ᾽Εφάετέ το τὸ γλυκὸ καὶ δὲ dὸ ’εμάτισα ’ώ (’ώ=ἐγὼ) αὐτόθ. Μηὲ γεμάτισέμ-μάς το (οὔτε χάριν δοκιμῆς μᾶς τὸ προσέφερε) Σύμ. Ἕναμ bού ’ν’ ἕνα σ-σῦκον ἐφέτι ’ὲμ-μοῦ τὸ γεμάτισες (οὔτε ἕνα σῦκον δὲν μοῦ ἔδωσες ἐφέτος νὰ τὸ δοκιμάσω) Κῶς || Φρ. Δὲ γεμάτισα (δὲν ἐδοκίμασα) Κρήτ. ‖ ᾌσμ. Ἀπὸ dὰ ψὲς τὸ κολατσιˬὸ ὥς σήμερο τὸ γιˬόμα δροσιˬὰ δὲν ἐγιˬομάτισε τὸ θλιβερό μου στόμα Κρήτ. Πάει νὰ τὸ ’εματίσῃ | κ’ ἐλησμόνησε ν’ ἀφήσῃ (ἐνν. τὸ κρασὶ) Ἀπύρανθ. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Φωσκόλ., Φορτουν. πρᾶξ. Α στ. 90 (ἔκδ. Σ.Ξανθουδ. σ. 45) «κ’ ἤστεκα καὶ ἀναλείχουμου κ’ ἤθελα ν’ ἀρχινίσω | νὰ τὴ φκαιρέσω, μ’ ἀληθῶς πρίχου τσὶ γεματίσω» (ἐνν. τὶς μακαρόνες).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA