γεματόπουλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεματόπουλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γεματόπουλο τό, ἀμάρτ. γιˬοματόπουλο Ἤπ. (Δρόπ.)-Νουμᾶς 393, 7 γιματόπ’λου Μακεδ. (Βελβ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γεμάτι καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -πουλο.
Σημασιολογία
1)Ὁ πρὸ τοῦ γεύματος χρόνος Ἤπ. (Δρόπ.) Μακεδ. (Βελβ. ): Εἶναι γιˬοματόπουλο ἀκόμα, ἂς προγευτοῦμε λίγο Δρόπ. 2) Τὸ ἀπόγευμα Ἤπ.-Νουμᾶς, ἔνθ’ ἀν.: Γύρισε τὸ γιˬοματόπουλο μὲ δυˬὸ παλιˬὲς εἰκόνες Νουμᾶς, ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀπογεματάκι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA