γεμᾶτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεμᾶτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γεμᾶτος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. Ἰνέπ. Οἰν.) γιμᾶτους βόρ. ἰδιώμ. γεμᾶντος Χίος (Πυργ.) ζεμᾶτος Σίκιν. δεμᾶτος Χάλκ. ’εμᾶτος Κάλυμν. Κάρπ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Χάλκ. γιˬομᾶτος κοιν. γιˬουμᾶτους βόρ. ἰδιώμ. γιˬομᾶτο Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ. Χωρίο Βουν.) Καππ. (Φλογ.) γιˬομᾶτε Τσακων. (Μέλαν. Χαβουτσ.) γιˬομᾶο Ἀπουλ. (Κοριλ. Τσολλῖν.) gομᾶτο Ἀπουλ. (Στερνατ.) gομᾶο Ἀπουλ. (Καλημ. Καστριν. Μαρτ. Μελπιν.) κομᾶο Ἀπουλ. (Κοριλ.) Θηλ. γιˬομάτα Τσακων. (Μέλαν.) Οὐδ. γιˬομάκιˬου Τσακων. (Μέλαν.) Συγκριτ. γεματύτερος ἐνιαχ. γιˬοματύτερος Πελοπν. (Ἀρκαδ. Βούρβουρ. Γαργαλ. Καλάβρυτ. Κίτ. Κυνουρ. Οἰν.) γιˬουματώτιρους Μακεδ. (Βλάστ.) γιˬοματούτερε Τσακων. (Μέλαν.)
Χρονολόγηση
Βυζαντινό
Ετυμολογία
Τὸ Βυζαντ. ἐπίθ. γεμᾶτος. Ὁ ἤδη Βυζαντ. τύπ. γιˬομᾶτος διὰ τὴν τροπὴν τοῦ γ εἰς j προτοῦ τὸ ἀρχαῖον φωνῆεν ε τραπῇ εἰς ο διὰ τὸ παρακείμενον χειλικόν. Ἰδ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 1, 183. 2, 280 καὶ ᾽Αθηνᾶ 24 (1912), 23.
Σημασιολογία
1)Ὁ πλήρης πράγματός τινος κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ. Κοριλ. Τσολλῖν.) Καλαβρ. (Μπόβ. Χωρίο Βουν.) Καππ. (Φλογ.) Πόντ. (Ἀμισ. Ἰνέπ. Οἰν.) Τσακων. (Μέλαν. Χαβουτσ.): Ὁ δρόμος εἶναι γεμάτος νερὸ-σκόνη-λάσπη-πέτρες. Ἡ ἐκκλησιˬὰ-ἡ πλατεῖα εἶναι γεμάτη κόσμο. Πιˬάτο-ποτήρι γεμᾶτο. Τὸ θέατρο ἦταν γεμᾶτο κοιν. Ἡ γιστέρνα ἔναι γιˬομάτη νερὸ Πελοπν. (Κίτ.) Δὲ δ’λεύουdι τὰ π’γάδιˬα μας κ’ εἶι γιˬουμᾶτα βαθρακοὺς Μακεδ. (Νέα Πέραμ.) Ἁ προβάτα ἔι γιˬομάτα οῦοι (ἡ προβάτα εἶναι γεμάτη ἀγκάθιˬα) Μέλαν. Οὔνι νιˬοῦντε μὲ γιˬομάκιˬου τὸ οῦμα (δὲν ὁμιλοῦν μὲ γεμᾶτο τὸ στόμα) αὐτόθ. Τὸ γιˬομᾶτε βαρέλι ἀνοίαμ; (τὸ γιομᾶτο βαρέλι ἀνοίξαμε) Χαβουτσ. Μbουττίεσ-ε γιˬομάτεσ-ε ἄ-ε κρασὶ (μπουκάλιˬα γεμᾶτα κρασὶ) Χωρίο Βουν. Τὸν ἔστελνε μὲ τ’ ἀσκιˬὰ γιˬομᾶτα λάδι Ὀθων. Ἦσ-σα ποῦḍ-ḍε γιˬομᾶτε (ἦσαν ὄρνιθες γεμισταὶ) αὐτόθ. Τοιλία γιˬομάτη Μπόβ. Τὰ κααπόχιˬα τ’ - εἶναι γιμᾶτα τίιχις (οἱ καρποὶ τῆς χειρὸς εἶναι πλήρεις τριχῶν) Σαμοθρ. Οὗτ-τὸ χωράφι ἔγ-gομᾶο λισάριˬα (αὐτὸ τὸ χωράφι εἶναι γεμᾶτο λιθάρια) Καλημ. Σπέρνω τὸ χωράφι γεμᾶτο (=κατὰ τὴν σπορὰν ρίπτω πολὺ σπόρον ἐπὶ τοῦ ἐδάφους) Ψαρ. Ὁ κόσμος εἶναι γιˬομᾶτος οὕλο ψέμα Πελοπν. (Λάστ.) Ἕνα τάσ’ γιˬουμᾶτου Θρᾴκ. (Κομοτ.) Ἐμᾶτες εἶ’ g’ οἱ δυˬὸ αΰνες Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Δυˬὸ μεθῆρες ἔχομε ’εμᾶτες σῦκα (μεθῆρες=πίθους) αὐτόθ. Ἔχω τὸ χάρκωμα γιˬομᾶτο (χάρκωμα=λέβητα) Πελοπν. (Καρδαμ.) Εἴχενε μία λεκανάρα ζεμάτη ψωμιˬὰ Σίκιν. Γιˬουματώτιρις κλοῦτσις (περισσότερον χονδραὶ ποιμενικαὶ ράβδοι) Μακεδ. (Βλάστ.) Τὸ ἀbάρι εἶναι ’εμᾶτο οὕλο κούπετρα (κούπετρα=μικροπράγματα) Κάλυμν. Ἡ σκιπὴ εἶι γιμάτ’ οὕλου κουκλέντρις (κουκλ’έντρις=ἀράχνας) Ἁλόνν. Τὸ κατώι εἶναι γιˬομᾶτο κοπρέα Πελοπν. (Λεῦκτρ.) Τό ’χα τὸ παγνὶ γιˬομᾶτο ἄχερα Πελοπν. (Παιδεμ.) Ἔχει γιˬομᾶτο τὸ σπίτι του ἀπ’ οὕλα τὰ καλά Εὔβ. (Βρύσ.) Εἶι γιˬουμᾶτις οἱ ’μυγδαλιˬὲς ’μύγδαλα Στερελλ. (Ἀχυρ.) Τὰ δέντρα φέτος εἶναι γιˬομᾶτα ἐλιˬὲς (δέντρα= ἐλαιόδενδρα) Μέγαρ. Οἱ--ἐλιˬὲς εἶνιˬαι γιˬομᾶτες ὀφέτου Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Τὴν ἀχλαιδιά του τὴν ἐκαμάρωνα ποὺ ἦτα γιˬομάτη ἀχλάιδια Πελοπν. (Λάγ.) Καλόγερος γιˬομᾶτος ἁμαρτίες Βιθυν. (Κουβούκλ.) Οἱ τροῦπες ἦτα γιˬομᾶτες (αἱ κυψέλαι ἦσαν πλήρεις μέλιτος) Πελοπν. (Οἴτυλ.) Ἡ βάρκα του ἤτανε γιˬομάτη μυδάκιˬα Ἐρεικ. Ἤτανε μεσάνυχτα καὶ τὸ φεγγάρι μεσουρανῆς καὶ γεμᾶτο Πελοπν. (Βούρβουρ.) Κάνει νὰ σηκωθῇ, κ’ ἦταν ὅλος γιˬομᾶτος πούπουλα (ἐκ παραμυθ.) Ζάκ. Γιˬομάτη μάλαμα κιˬ ἄλλο ἀκριβὸ λογάρι Γ.Ἐπαχτίτ., Προπύλ. 1, 266 || Φρ. Εἶναι γεμᾶτος ὁ κόσμος (ἐπὶ ἀφθονίας πράγματός τινος). Ἔρχεται μὲ γεμᾶτα τὰ χέριˬα (ἔρχεται κομίζων πάντοτε πράγματα) κοιν. Ἀντίθ. φρ. ἔρχεται μὲ ἄδε͜ια τά χέριˬα. Φεγγάρι γιˬομᾶτο (πανσέληνος) σύνηθ. Φεγγάι γιˬομάκιˬου (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Μέλαν. Φενgάρι γιˬομᾶτο (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Μπόβ. Φεγγάρης γεμᾶτος (ὁμοίως) Ἀμισ. Ἰνέπ. Οἰν. Πβ. καὶ Ἐρωτόκρ. Β 309 (ἔκδ. Σ.Ξανθουδ.) «εἶχε φεγγάρι λαμπιρὸ καὶ στρογγυλὸ γεμᾶτο». Συνών. γεμοφέγγαρο. Εἶμαι γιˬομᾶτος φόρα τὸ λαιμὸ (φόρα=μέχρι· ἔχω φάει πολύ) Πελοπν. (Κίτ.) Λαγὸς γεμᾶτος (λαγὸς τὸν ὁποῖον κατὰ τὸ μαγείρευμα παραγεμίζουν μὲ διάφορα καρυκεύματα) Θρᾴκ. (Ἀρκαδιούπ.) Ἀστάκυˬα γιˬουμᾶτα (στάχυες ὥριμοι) Μπόβ. Γιˬουμᾶτα τ’ ἀμπάριˬα (εὐχὴ πρὸς τοὺς παραγωγοὺς) Στερελλ. (Φθιῶτ. Φωκ.) Πετσιˬὰ γεμᾶτα (δέρματα χονδρὰ μετὰ τὴν κατεργασίαν) Σῦρ. (Ἑρμούπ.) Μεροκάματο γεμᾶτο (ἡμερομίσθιον ηὐξημένον) Κύθν. Ταιρὸς γεμᾶτος (καιρὸς νεφελώδης, ἕτοιμος πρὸς βροχὴν) Κύπρ. Γεμᾶτα πλευρὰ (αἱ γνήσιαι πλευραὶ τοῦ ζῴου, αἱ συνδεόμεναι μετὰ τοῦ στέρνου) Κρήτ. Παννιˬὰ γεμᾶτα (ἐπὶ ἀνεμομύλου πλησιστίου) Σέριφ. Πλέω μὲ γιˬομᾶτα παννιˬὰ (πλησίστιος φέρομαι) Ζάκ.-Λεξ. Βυζ. Δημητρ. Πρύμα ἔχουνε τὸν καιρὸ μὲ τὰ παννιˬὰ γιˬομᾶτα Α.Καρκαβίτσ., Λόγ. πλώρ., 23. Κρασιˬὰ γιˬομᾶτα (κρασιˬὰ περιέχοντα πολλοὺς βαθμοὺς οἰνοπνεύματος) Κ.Στασινόπ., Κρασί, 96. Χρῶμα γεμᾶτο (χρῶμα ἔντονον, ζωηρὸν) Λεξ. Βλαστ. 346 ‖ Παροιμ. Τ’ ζ’τε͜ιάν’ τὰ μοῦτρα μαῦρα, τσ’ ἡ τρουβᾶς γιμᾶτους (ἐπὶ τοῦ μή ἐντρεπομένου νὰ ἀπαιτῇ πάντοτε καὶ συγχρόνως ἀδιαφοροῦντος διά τήν προσγενομένην εἰς αὐτὸν προσβολήν) Λέσβ. Καὶ τὸ βαγένι γιˬομᾶτο καὶ τὴν ταβερναριˬὰ μεθυσμένη (τὴν ταβερναριˬὰ=τὴν κάπηλον· ἐπὶ τῶν ἐπιζητούντων δύο πράγματα συγχρόνως, ἐνῷ τὸ ἓν ἀποκλείει τὸ ἄλλο, ἐπὶ τοῦ ἀδυνάτου γενέσθαι) Ἀθῆν. (παλαιότ.) Ἡ παροιμ. ἐν παραλλαγαῖς καὶ ἀλλαχ. Συνών. παροιμ. καὶ τὴν πίττα ὁλόκληρη καὶ τὸν σκύλλο χορτᾶτο. || Γνωμ. Τοῦ κυνηγοῦ καὶ τοῦ ψαρᾶ τὸ πιˬάτο | δέκα φορὲς εἶν’ ἀδε͜ιανὸ καὶ μιˬὰ φορὰ γεμᾶτο (διὰ τὴν ἀβεβαίαν ὠφέλειαν ἐκ τοῦ ἐπαγγέλματος τοῦ κυνηγοῦ καὶ τοῦ φαρά) Αἴγιν. Τὸ γνωμ. ἐν παραλλαγαῖς πολλαχ. Λιˬάρου βόδ’, γιˬουμᾶτου ἀξού’ (τὰ τοῦ χρώματος τούτου βόδιˬα παχύνονται εὐκόλως) Μακεδ. (Καταφύγ.) Τὰ σύγνεφα ’ς τὴ Gαλαμάτα πᾶνε κ’ ἔρχοdαι γιˬομᾶτα. Τὰ σύγνεφα πᾶνε ’ς τὴ Μάνη, ὁ οὐρανὸς τηγάνι. (εἰς τὴν πρώτην περίπτωσιν προμηνύεται βροχή, εἰς τὴν δευτέραν προμηνύεται αἰθρία) Πελοπν. (Ἀναβρ.) || Αἰνίγμ. Κούφιˬος πλάτανος, | βροντὴ γιˬομᾶτος (τὸ ὅπλον, τὸ ἔχον φυσίγγιον εἰς τήν θαλάμην του) Πελοπν. (Γορτυν.) Ἔχω ἕνα κατώι γιˬομᾶτο μὲ ἄλογα· ’ς τὸ κεφάλι εἶναι μαῦρα ’ς τὸ κορμὶ εἶναι ψαρὰ (τὰ σπίρτα) Ἤπ. (Μαργαρ.) || ᾌσμ. Ξέρω τραγούδιˬα νὰ σᾶς πῶ ἕνα σατσὶ γιˬομᾶτο, μὰ ἦταν τρύπιˬο τὸ σατσὶ τσαὶ πέσαν ὅλα κάτω Πελοπν. (Καρδαμ.) Καλῶς τη τὴ νυφούλα μου, τὴν ἄσπρη, τὴ χιονάτη, τὴ νεραdιὰ τὴ φουdωτὴ μὲ τ’ ἄνθη της γιˬομάτη Πελοπν. (Ἀναβρ.) ᾿Ερτέα σ-σὲ σένα, ἔρκαμο π-πετῶντα ὅλο κουτ-τέντο καὶ gομᾶο χ-χαρὰ (κουτ-τέντο=εὐχαριστημένος) Καλημ. Ὀχτὼ κοῦπες βενέτικες ’εμᾶτες τὸ φαρμάκι Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἄθ-θρωπος εἶμαι, Χάροντα, γεμᾶτος πάσης χάρης Κύπρ.-Ποιήμ. Οἱ κρυφὰ σκοτωμένοι, αἵματα γιˬομᾶτοι Δ.Σολωμ., 132 Γεμᾶτο βρίσκει ἐδῶ κ’ ἐκεῖ φαρμακερὸ ποτήρι Γ.Μαρκορ., Μικρ. ταξίδ., 165. 2) Εὔσαρκος, εὐτραφής, παχύς σύνηθ.: Εἶναι κοντὸς καὶ γεμᾶτος. Εἶναι γεμάτη κοπέλα. Μάγουλα γεμᾶτα σύνηθ. Ὁ ἄdρας εἶναι καὸς νά ’ναι ’εμᾶτος, μὰ ὄχι καὶ παραεμᾶτος πάλι νά ’ναι, σὰ gοιλιˬὰ παραεμιστὴ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Εἶι βόιˬδ’ γιˬουμᾶτου Στερελλ. (Αἰτωλ.) Τά βάζομε γιˬομᾶτα τὰ φυτὰ (μεταφυτεύομεν τὰ λαχανικά, ὅταν εἶναι ἀνεπτυγμένα) Σῦρ. Ὁ Φαρσόλος ὁ Γύφτος, γεμᾶτος ἄντρας, μὲ γένιˬα ἄγρια μαῦρα Δ.Βουτυρ., Μὲς στούς ἀνθρωποφ., 78. || ᾎσμ. Τὴν κουντὴ κὶ τὴ γιˬουμάτη | αὐτὴ μοῦ γιˬόμουσι τοὺ μάτι Μακεδ. (Νιγρίτ.) β) Ἐπὶ ὑφάσματος, τὸ ἔχον συμπαγῆ τήν ὕφανσιν, τὸ κρουστὸν Λεξ. Πρω. Δημητρ.: Δῶσε μου ἕνα ὕφασμα πιˬὸ γεμᾶτο ἀπ’ αὐτὸ. Λεξ. Πρω. Δημητρ. Παννὶ γεμᾶτο Λεξ. Δημητρ. 3) Ἐπὶ γυναικός, ἡ ἔγκυος Ἤπ. (Κόνιτσ.): Ἦταν μιˬὰ φτωχὴ γυναῖκα κ’ ἦταν γιˬουμάτ’ ’ς τοὺς ἱφτὰ μῆις. Δὲν ξέρου πῶς, ἕν’ ἀπ’ τὰ μιγάλα τσιˬουπιˬὰ βρέθηκι γιˬουμᾶτου, κ’ ἔρριξαν τοὺ βάρους γιˬ’ αὐτὸ ’ς τοὺν καλόιρου. Τὸ οὐδ. καὶ ὡς οὐσ. 1) Οἶνος πινόμενος ὑπὸ μοναχῶν ἐν κοινῇ τραπέζῃ κατὰ τὰς ἐπισήμους ἡμέρας ὑπὲρ ὑγείας τοῦ πατριάρχου, τοῦ ἡγουμένου ἢ γέροντος μοναστηρίου, ὑπὲρ ἄρχοντος ἢ εὐεργέτου ἢ εἰς μνήμην θανόντος, ἐνίοτε δὲ καὶ ὑπὲρ τῶν κοπιώντων ἀδελφῶν τῆς μονῆς Ἄθ. Ἡ σημ. καὶ ἐξ ἐπιστολῆς τοῦ 1728 τοῦ Γρ.Γκίκα πρὸς Χρ.Νοταρᾶν. Ἰδ. É.Legrand, Biblioth. 4, 216 «εὐχαριστοῦμεν δὲ καὶ διὰ τὸ γεμᾶτον ὅπου εἰς τὴν ὑγείαν ἡμῶν ἔπιεν ἡ μακαριότης σου». 2) Ἡ κατὰ τὰ ἐπιδόρπια γαμηλίου γεύματος γινομένη πρόποσις μὲ ποτήριον πλῆρες οἴνου ὑπὲρ τῶν νεονύμφων Ἄνδρ. (Κόρθ.) Ἤπ. (Πρέβ.) Λευκ. Πελοπν. (Γορτυν. Καλάβρυτ. Παλαιοχ.) Στερελλ. (Ἀχυρ.) -Μακρυγ., Ἀπομν. 2, 329 Κ.Μαρίν., Ν.Ἑστ. 2 (1928), 180: Σὲ λίγο σήκωσε ὁ πατέρας τοῦ γαμπροῦ τὸ γιˬομᾶτο Γορτυν. Θὰ σ’κώσουμι τοὺ γιˬουμᾶτου τώρα, πιδιˬά Ἀχυρ. Τώρα θὰ πιˬοῦνε τοῦ γαbροῦ τὸ γιμᾶτο Κόρθ. Σ’κώσαμι τρεῖς βουλὲς τοὺ γιˬουμᾶτου ’ς τοὺ γάμου σ’ αὐτόθ. Φάγαμεν κιˬ ἀρχίσαμεν νὰ σηκώνουμεν τὰ γιˬομᾶτα (ἐνν. ποτήρια) Μακρυγ., ἔνθ’ ἀν. Σηκώθη ὁ πρωτοκαλεστὴς νὰ σηκώσῃ τὸ γιˬομᾶτο Κ.Μαρίν., ἔνθ’ ἀν. || Φρ. Σ’κώνου τοὺ γιμᾶτου (ἐγείρω πρόποσιν) Λευκ. Σηκώνουσι τὰ γεμᾶτα (προπίνουν εἰς ὑγείαν τῶν νεονύμφων) Παλαιοχ. Συνών. ἐντολή, ντολί. 3) Γεῦμα, τὸ ὁποῖον δίδεται τὴν ἑπομένην τοῦ γάμου ἑσπέραν ὑπὸ τοῦ γαμβροῦ εἰς ἔνδειξιν ἱκανοποιήσεως ἐκ τῆς διαπιστωθείσης παρθενίας τῆς νύμφης Θάσ. 4) Τράπεζα πλήρης γλυκυσμάτων, τὰ ὁποῖα παρατίθενται κατὰ τοὺς γάμους μετὰ τὸ δεῖπνον εἰς τοὺς προσκεκλημένους Πόντ. (Ἀμισ. Ἰνέπ. Οἰν.) 5) Εἶδος χοροῦ Χίος (Πυργ.)-Λεξ. Βλαστ. 415.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA