βούλλα (ΙΙ)
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βούλλα (ΙΙ)
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βούλλα (ΙΙ) ἡ, Πελοπν. (Λάστ. Οἰν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. βουλλώνω.
Σημασιολογία
Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1, 76. Τὸ νὰ μὴ ὁμιλῇ ἢ νὰ μὴ δύναται νὰ ὁμιλῇ τις, ἀφασία (ἡ σημ. ἐκ τῆς φρ. βουλλώνω τὸ στόμα=σιωπῶ) ἔνθ’ ἀν. : Βούλλα κιˬ ἀποχρονιˬὰ νὰ σὄρθῃ! (ἀρὰ) Οἰν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA