βουλλοχρονίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουλλοχρονίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βουλλοχρονίζω Ἰων. (Κρήν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. βούλλα καὶ χρόνος ἢ τοῦ οὐσ. βούλλα καὶ τοῦ ρ. χρονίζω.
Σημασιολογία
Συμπληρώνω τὸ πρῶτον ἔτος τῆς ἡλικίας μου, ἐπὶ παιδίου (οἱονεὶ ἐπιθέτω σφραγῖδα δηλωτικὴν τῆς συμπληρώσεως) : Ἠβουλλοχρόνισε τὸ παιδί.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA