γεμέλλικος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεμέλλικος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γεμέλλικος ἐπίθ. Μ.Ἐγκυκλ. διˬαμέ’κος Σκῦρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γέμελλος καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ικος. Ὁ τύπ. διˬαμέ’κος διὰ παρετυμολογικὴν ἀποκατάστασιν τῆς προθέσεως διά. Ἰδ. Γ.Χατζιδ., Ἀθηνᾶ 24 (1912), 27-28.

Σημασιολογία

Γεμελλιˬάρικος, ὃ ἰδ. ἔνθ’ ἀν.: Ἡ Μαρία τ’ Κωσταντῆ ἔκαμε διˬαμέ’κα. Τὰ διˬαμέ’κα πιˬάνονται σὲ δυˬὸ φεγγάριˬα Σκῦρ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γεμέλλικο Ἰκαρ. Γεμέλλικα Χίος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/