βουλλώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουλλώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βουλλώνω κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) βουλ-λώνω Κύπρ. Μεγίστ. Ρόδ κ.ἀ. βουλ-λών-νω Σύμ. κ. ἀ. βουλλών-νου Λυκ. (Λιβύσσ.) βουλ-λdώνω Ρόδ. β’λλώνου βόρ. ἰδιωμ. βουώνω Καλαβρ. (Μπόβ.) βουώνω Νάξ. (Βόθρ.) ᾿ουλ-λώνω Κάρπ. βολλώνω Κύθηρ. βούου Τσακων. Προστ. βούλλω Πελοπν. (Κορινθ.) κ. ἀ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. βουλλώνω, ὃ ἐκ τοῦ οὐσ. βούλλα.
Σημασιολογία
Α) Κυριολ. 1) Ἐπιθέτω βούλλαν, σφραγίζω τι μὲ βούλλαν κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) : Βουλλώνω τὸ γράμμα - τὸ δέμα κττ. Βουλλωμένο κιβώτιˬο. Βουλλωμένα ἀσημικὰ-χρυσαφικὰ κττ. κοιν. Ὁ δεῖνα ἐβούλ-λωσεν τὴν βέρgαν τοῦ σιταρκοῦ (ἐπὶ κυβερνητικοῦ ὑπαλλήλου ἐπιθέτοντος σφραγῖδα εἰς τὸν ἐπιμήκη σωρὸν τοῦ σίτου ἐν τῷ ἀλωνίῳ, ἵνα μὴ ὁ ἰδιοκτήτης ὑπεξαιρέσῃ μέρος πρὸ τῆς καταμετρήσεως καὶ καθορισμοῦ τοῦ ποσοστοῦ τῆς δεκάτης) Κύπρ. || Φρ. Τοῦ βούλλουσαν τοὺ μαγαζὶ (ἐπὶ τοῦ πτωχεύσαντος) Μακεδ. (Σισάν.) Τὸν βούλλωσε ὁ διˬάβολος ἢ τὸν ἔχει βουλλωμένο ὁ διˬάβολος (δηλ. τοῦ ἐπέθηκε τὴν σφραγῖδα του ὁ διάβολος, ἐπὶ τοῦ λεγομένου σημειωμένου ἢ σημαδιˬακοῦ, τοῦ ὁποίου ἡ συνάντησις θεωρεῖται ἀπαισία, ἢ τοῦ φιλαργύρου καὶ γενικώτερον τοῦ ἐν κακίαις γηράσαντος, πβ. ΝΠολίτ. Παροιμ. 4,399) πολλαχ. ΙΙ ᾎσμ. Καὶ γράφει μιˬὰ γραφὴ γραμμένη καὶ μὲ τὴ μαύρη βούλ-λα βουλ-λωμένη Ρόδ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. β) Μετοχ. βουλλωμένος, ὁ δε δηλωμένος φίλος πολιτικοῦ τινος κόμματος (οἱονεὶ ὁ φέρων ἔκδηλον σφραγῖδα τῆς φιλίας του) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) 2) Σφραγίζω, κλείω, οἷον ἐπιστολήν, ἔγγραφον κττ. ἢ στόμιον δοχείου, ὀπὴν κττ. κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων. : Βουλλώνω τὸ γράμμα ἢ τὸ φάκελλο –τὴ μπουκκάλα -τὴ χιλιˬάρα-τὸ βαρέλλι κττ. Βουλλώνω τὸ καμίνι-τὸ φοῦρνο κττ. Βουλλώνω τὸ κρασὶ (βραχυλ. ἀντὶ τὸ βαρέλλι εἴτε τὴ μποττίλια τοῦ κρασιοῦ). Βουλλώνω τὴν τρῦπα. Σαλιγκάριˬα βουλλωμένα (ὧν τὸ στόμιον τοῦ ὀστράκου εἶναι κλεισμένον μὲ τὴν ἐκ τοῦ σιέλου μεμβράνην) κοιν. Βουλλώνω τὸ νερὸ (βραχυλ. ἀντὶ τὴν δεξαμενὴν ἢ τὴν στέρναν τοῦ νεροῦ) Ἄνδρ || Φρ. Τοῦ βουλλώνω τὸ στόμα (τὸν κάμνω νὰ μὴ ὁμιλῇ ἣ δωροδοκῶν ἢ ἄλλως ἐξαναγκάζων αὐτόν). Βούλλωσε τὸ στόμα ὁ δεῖνα (ἔπαυσε νὰ ὁμιλῇ). Βούλλωσ’ το! (ἐνν. τὸ στόμα, παῦσε νὰ ὁμιλῇς!). Βουλλώνω τ᾿ ἀφτιˬά μου (κάμνω πῶς δὲν ἀκούω) κοιν. Ἐβούλλωσεν τὸ στόμαν ἀτ’ ἢ ἐβουλλῶθεν (κατέστη ἄφωνος) Τραπ. Χαλδ. Ἐβούλλωσε (ἐνν. τὸ στόμα, ἐπὶ τοῦ ἀποθανόντος) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Δὲ βουλλώνω μάτι (δὲν δύναμαι νὰ κοιμηθῶ) Νάξ. || Παροιμ. φρ. Ἔχει νὰ βουλλώσῃ πολλὰ στόματα (ἔχει νὰ θρέψῃ πολυμελῆ οἰκογένειαν, δηλ. εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ ἐπιβάλῃ σιωπὴν εἰς τὰ μέλη τῆς οἰκογενείας τρέφων αὐτὰ) κοιν. β) Φράττω, ἐμφράττω, βύω κοιν. καὶ Τσακων: Βουλλώνω τὸ δόντι μου (βραχυλ. ἀντὶ τὴν τρῦπα τοῦ δοντιοῦ) κοιν. Βουλλώνω τὸ κουδούνι (γεμίζω αὐτὸ μὲ πράγματα διάφορα, ὥστε νὰ μὴ κινῆται τὸ πλῆκτρον) Πελοπν. (Σαραντάπ.) || Φρ. Τὴ βούλλωσε (συνευρέθη μετ᾽ αὐτῆς, τὴν διεκόρευσε) Λεξ. Δημητρ. Βουλλομένη (διακορευμένη) αὐτόθ. Βούλλουσι χαντά’ (φονευθεὶς ἐρρίφθη ἐντὸς τάφρου, ἐπὶ τοῦ δολοφονηθέντος) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Καὶ ἀμτβ. ἐμφράττομαι κοιν.: Βούλλωσε ὁ νεροχύτης - ἡ σωλῆνα κττ. Βούλλωσαν τ’ ἀφτιˬά μου καὶ δὲν ἀκούω καθόλου. Βούλλωσε ἡ μύτι μου καὶ δὲ μπορῶ νὰ πάρω ἀναπνοὴ κοιν. ‖ Φρ. Βούλλωσαν τ’ ἄντερά του ἢ ὁ κόλος του (ἐπὶ τοῦ πάσχοντος ἀπὸ δυσκοιλιότητα) πολλαχ. Βούλλωσε ἡ καρδιˬά μου (δὲν ἔχω εὔθυμον διάθεσιν, κατέχομαι ὑπὸ δυσθυμίας) Λεξ. Αἰν. Ἡ μετοχ. ὑπὸ τὸν τύπ. Βουλλωμένη Βρύση τοπων. Πελοπν. (Δημητσάν. Πυλ.) γ) Ἀποκλείω Στερελλ. (Ἀράχ.): Βούλλουσι τοὺ δρόμου μὶ πουρνάριˬα. δ) Περικλείω Στερελλ. (Ἀράχ.) : Βούλλουσι τοὺν κῆπου. ε) Καλύπτω, σκεπάζω Ἤπ. Μακεδ. : Οὑ τόπους εἶνι β’λλουμένους (κεκαλυμμένος ἀπὸ χιόνια) Μακεδ. Γῆ β’λλουμέ’ (συνών. τῷ προηγουμένῳ) αὐτόθ. ‖ Φρ. Σπίτι βουλλωμένο (πλῆρες ἀγαθῶν) Ἤπ. 3) Ἐγκολάπτω σημεῖόν τι εἰς τὸ σῶμα ἀνθρώπου διὰ πεπυρακτωμένου σιδήρου ἢ ἄλλως πως, στιγματίζω, ἐπὶ ἀνθρώπου ἀξίου δημοσίου στιγματισμοῦ σύνηθ. : Φρ. Ἄν τὸν βρῇς, βούλλωσέ τον, ἂν τὸν πιˬάσῃς, βούλλωσέ τον, ἂν τὸν δῇς βούλλωσέ τον κττ. (ἐπὶ ἐνόχου διαφυγόντος καὶ μὴ δυναμένου νὰ συλληφθῇ) πολλαχ. Ἄι βούλλωσ’ του τ’ ἀχνάρι (τὸ ἴχνος τῶν ποδῶν του, συνών. τῇ προηγουμένῃ) Πελοπν. (Δημητσάν.) Σά φύγῃ, βούλλωσέ του τ’ ἀχνάρι (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Βούλλωσέ μου τ’ ἀχνάριˬα! (οὐδόλως μὲ φοβίζουν αἱ ἀπειλαί σου!) Πελοπν. (Ἄργ. Κορινθ. Λακων.) Καὶ μετοχή, ὁ ἐστιγματισμένος δι’ οἱουδήποτε μέσου, ὁ στιγματίας καὶ ὁ φέρων στίγματα φυσικὰ σύνηθ. : Λεμόνιˬα βουλλωμένα (τὰ ἔχοντα εἰς τὸν φλοιὸν στίγματα δηλωτικὰ ἀσθενείας) σύνηθ. Ἰλα͜ιὰ β’ λλουμέ’ Σκίαθ. Καὶ μεταφορικῶς ὁ βουλλωμένος: κατ’ ἀντίφρ. ὁ ἄμοιρος, ὁ καηˬμένος! Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) β) Διὰ πυρακτωμένου ἢ τέμνοντος ὀργάνου ἢ καὶ χρώματος κάμνω σημεῖόν τι εἰς τὴν κεφαλὴν ἢ ἄλλο μέρος τοῦ σώματος ζῴου πρὸς διάκρισιν ἀπὸ ἄλλα Ἤπ. Κρήτ. Κύπρ. Μακεδ. Μέγαρ. Πελοπν. (Ἄργ. Λακων. Μαζαίικ.) Ρόδ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) Σύμ. κ. ἀ.: Βουλλώνω τὰ κατσίκιˬα -τὰ πρόβατα κττ. Ἄργ. Λακων. Μαζαίικ. Βούλλωκα τ᾿ ἀρνὶ γιˬὰ τὸ Πάσκα Μέγαρ. ᾿Εβούλ-λωσα τὸν βοῦν μου-τὴν φοράαν μου Κύπρ.! Ἄλογο – γαιˬδούρι - μουλάρι βουλλωμένο πολλαχ. ‖ Φρ. Θὰ μ᾽ β’λλώσ’ ᾽ς τοὺ γόνα τὰ γίδιˬα (οὐδόλως θὰ δυνηθῇ νὰ μὲ βλάψῃ, ἐπειδὴ αἱ αἶγες οὐδέποτε στιγματίζονται εἰς τὸ γόνατο) Αἰτωλ. 4) Προσθέτω χάλυβα εἰς σιδηροῦν ἐργαλεῖον, στομώνω πολλαχ. : Βουλλώνω τὸ ὑνὶ πολλαχ. Ὁ Γύφτος... τραυοῦσε γιˬὰ τὸ σπίτι μας φορτωμένος... μὲ τέσσερα πέντε δικέλλιˬα ποῦ τοῦ 'χαμε δώσει νὰ βουλλώσῃ ᾽Αδὰμ Χωρ. 28 ‖ ᾎσμ. Σὰν εἶν᾽ τὰ βόδιˬα σ᾽ ἄρρωστα, σῦρε νὰ τὰ γιατρέψῃς, σὰν εἶν᾿ τὸ ὑνί σ᾽ ἀβούλλωτο, σῦρε νὰ τὸ βουλλώσῃς Θράκ. 5) Ἐμβολιάζω, ἐγκεντρίζω Στερελλ. (Δεσφ.) : Θέλου νὰ β’λλώσου τοὶς ἀχλαδεˬές. Συνών. μπολιˬάζω. 6) Ἀνοίγω ὀπὴν τριγωνικὴν ἢ τετραγωνικὴν εἰς τὸν φλοιὸν καρποῦ διὰ νὰ φανῇ ἡ ποιότης του (ἐπιθέτω οἱονεί σφραγῖδα δηλωτικὴν τῆς καλῆς ποιότητος, ἐπὶ πέπονος ἢ ὑδροπέπονος) κοιν : Βουλλώνω τὸ καρπούζι–τὸ πεπόνι. Βουλλωμένο καρπούζι. β) Προξενῶ, κάμνω κοίλωμα εἰς πρᾶγμά τι Κύπρ. : Ἐχτύπησεν τὴν τέντζερην μὲ τὴν πέτραν τ’ ἐβούλ-λωσέν την. 7) Ἀμτβ. ἐπὶ ἐδάφους ὑποχωρῶ, καθιζάνω ΣΖαμπελ. ᾌσμ. Δημοτ. 702 : Κ’ ἐκεῖ ποῦ πάτε͜ιε ὁ Τσαμαδὸς ἐβούλλωνε τ᾽ ἁλώνι κ’ ἐκεῖ ποῦ πάτε͜ιε τὸ παιδὶ ἐβούλλωνε κ᾽ ἐβύθα. Β) Μεταφ. 1) Ἄγω εἰς πέρας, τελειώνω (ἐκ τῆς ἐννοίας ὅτι σφραγίζων τις ἔγγραφον τελειώνει τὸ ἔργον του) Ἄνδρ. 2) Μεταβιβάζω τὴν κυριότητα κτήματος, μεταγράφω τι ἐπ’ ὀνόματι ἄλλου (ἐκ τῆς ἐννοίας ὅτι τὰ ἔγγραφα τῆς κυριότητος σφραγίζονται) Κρήτ. Κύπρ. : Τὸ χωράφιν ποῦ σοῦ πούλησα, ἂν δὲν μοῦ τὸ πκερώσῃς, ᾿ὲν σοῦ τὸ βουλ-λώνω (πκερώσῃς=πληρώσῃς) Κύπρ. Βούλλωσα τὸ μάλιν μου οὕλον πάνω ’ς τὰ παιδκιˬά μου (μάλιν λ. Τουρκ.=περιουσία) αὐτόθ. || ᾎσμ. Τώρα τ’ ἀποφασίσανε κ’ ἐκάμανε συνθήκη κ᾿ ἐγράψαν κ᾿ ἐβουλλώσανε τοῦ Μισιριˬοῦ τὴν Κρήτη Κρήτ. 3) Ἐπικυρώνω τι, ἐγκρίνω Κρήτ. : Αὐτὸ δὲ dὸ βουλλώνω. 4) Κάμνω τινὰ τυφλὸν (ἐπιθέτων οἱονεὶ βούλλαν, κάλυμμα εἰς τοὺς ὀφθαλμούς του), τυφλώνω ΦΚουκουλ. ἐν Ἡμερολ. Μ.Ἑλλάδ. 1930 σ.423 : Παροιμ. Ἐγὼ βουλλώνω καὶ πουλῶ κ᾽ ἐσὺ βλέπε κιˬ ἀγόραζε (οὕτω ὑποτίθεται λέγων ὁ ἔμπορος εἰς τὸν ὑπ' αὐτοῦ ἐξαπατηθέντα ἀγοραστήν, συνών. φρ. ἐγὼ στραβώνω καὶ πουλῶ κτλ.) β) Ἀπατῶ, ἐξαπατῶ Κρήτ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) Σῦρ. κ. ἀ.-Λεξ. Δημητρ. : Τὸνε βούλλωσε ὁ ἔμπορας Σῦρ. Σὲ βούλλωσαν, ἂν τὸ πῆρες τόσον ἀκριβὰ Λεξ. Δημητρ. Τοὺν βούλλουσαν κὶ τ᾽ πῆραν τ᾽ ᾿ναῖκα Αἰτωλ. ‖ Φρ. Τὸν ἐβούλλωσε γιˬὰ καλὰ (δι’ ἀπάτης ἔλαβε παρ’ αὐτοῦ χρήματα ἢ ἄλλα πράγματα) Κρήτ. ‖ ᾎσμ. Ρωτῶ τηνε τὶ τὰ 'καμε κ’ ἐκείνη μοῦ θυμώνει καὶ κάνει μου τὴ dαπεινὴ ὀγιˬὰ νὰ μὲ βουλλώνῃ Κρήτ. γ) Ἀναξιόχρεος ὢν κατορθώνω νὰ πείσω τινὰ νὰ μοῦ δώσῃ δάνειον ἢ πράγματα ἐπὶ πιστώσει Λεξ. Δημητρ. : Ἐβούλλωσε ὅλους τοὺς ψωμᾶδες τῆς γειτονιˬᾶς 5) Ἐπισημαίνω μέρος τι Πελοπν. (Παππούλ.) : Ἄκουσα 'να βρόντο καὶ βούλλωσα νὰ μὴ βγῇ ὁ λαγὸς νὰ-ν-τοῦ ρίξω (νὰ μὴ=μήπως). β) Σκοπεύω ἐπιτυχῶς Πελοπν. (Σουδεν. Τρίκκ.) : Φρ. Βουλλώνω τὸ δαχτυλίδι (σκοπεύων ἐπιτυγχάνω νὰ περάσω τὴν σφαῖραν διὰ τοῦ δακτυλιδίου) Σουδεν. Βουλλώνω τὴν πεντάρα (σκοπεύων τὴν πεντάραν ὡς στόχον ἐπιτυγχάνω) Τρίκκ. 6) Συμπληρώνω, ἐπὶ χρονικῶν ὁρίων Ἄνδρ. Δαρδαν. Θράκ. (Γανόχ.) Ἰων. (Σμύρν.) Μεγίστ. Σίφν. Σύμ. Σῦρ. κ. ἀ. : ᾽Ηβούλλωσὲνε τὰ δεκαεφτὰ χρόνιˬα Ἄνδρ. Βούλλωσα τὰ πενήντα (ἐνν. χρόνια) Γανόχ. Ἐβούλ-λωσεν τὰ τριάντα Μεγίστ. Τὸ παιδὶν ἐβούλλωσεν τοὺς πέντε μῆνες Σύμ. Καὶ ἀμτβ. συμπληρώνομαι Κάρπ. Μύκ. Σίφν. : Βούλλωσε ὁ χρόνος Μύκ. Ἐβουλλώσανε τριάντα χρόνιˬα αὐτόθ. Σήμερα ἐβουλλώσανε δυˬὸ χρόνιˬα Σίφν. || ᾎσμ. Οἱ μῆνες ἐπεράσανε τσαὶ 'ούλλωσεν ὁ χρόνος τσ’ ἀκόμη 'ὲν ἐλίανε τοῦ Γεˬώργη μας ὁ πόνος Κάρπ. 7) Αἰσθάνομαι δύσπνοιαν (οἱονεὶ εἶναι βουλλωμένα, φραγμένα τὰ ἀναπνευστικά μου ὄργανα καὶ δὲν δύναμαι ν’ ἀναπνέω) Πελοπν. 8) Δωροδοκῶ, δεκάζω (ἐκ τῆς φρ. τοῦ βουλλώνω τὸ στόμα) Λεξ. Δημητρ. : Ἐβούλλωσε τὸν εἰρηνοδίκη καὶ κέρδισε.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA