ἀφτέρωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφτέρωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀφτέρωτος ἐπίθ. πολλαχ. ἀφτέρουτους Λέσβ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. φτερωτός
Σημασιολογία
Ἄφτερος, ὃ ἰδ., ἔνθ' ἀν. : Ἀφτέρωτο πουλλὶ πολλαχ. Ἀφτέρωτο ἀγγελούδι ΓΜαρκορ. Μικρὰ ταξίδ. 19 || Αἴνιγμ. Μιˬὰ μητέρα φτιρουτὴ κάνει γιˬὸ ἀφτέρουτου κ᾿ ἡ γιˬὸς -ἡ ἀφτέρουτους κάνει μητέρα φτιρουτὴ (ἡ κόττα καὶ τ᾿ ἀβγὸ) Λέσβ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA