γεμενιτζήδικο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεμενιτζήδικο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γεμενιτζήδικο τό, ἀμάρτ. γιμι’τζήδ’κου Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) γεμενετζήδικο Ἐφημ. Πατρὶς 25 Δεκεμβρ. 1929, σ. 3.
Ετυμολογία
Τὸ οὐδ. τοῦ ἀμαρτ. ἐπιθ. γεμενιτζήδικος οὐσιαστικοποιηθέν.
Σημασιολογία
Τὸ οἴκημα εἰς τὸ ὁποῖον κατασκευάζονται ἢ πωλοῦνται ὑποδήματα γεμενιˬὰ ἔνθ’ ἀν.: Χιλιˬάδες ζευγάριˬα κρεμόντανε ’ς τὰ γεμενετζήδικα ἀπὸ τὰ καρφιˬά, ἀρμαθιˬὲς τὰ καβαφικὰ παπούτσιˬα (καβαφικά=ὄχι καλῆς ποιότητος, εὐθηνὰ) Ἐφημ. Πατρίς, ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA