ἀργοξυλεˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀργοξυλεˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀργοξυλεˬὰ ἡ, ἀμάρτ. ἀργοξυλεˬὰ Σκῦρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀργὸς καὶ τοῦ οὐσ. ξυλεˬά.
Σημασιολογία
Μετων. ὁ ἄνθρωπος ὁ βραδέως κάμνων τὴν ἐργασίαν του: Ἔναι μιˬὰ ἀργοξυλεὰ π᾿ δὲ μ’ κατάλαχε. Μώρ’, ἔντα ἀργοξυλεˬὰ ἔναι τούτη;
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA