γεμενούδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεμενούδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γεμενούδι τό, ἀμάρτ. γεμενούδιν Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γεμενὶ καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ούδι.
Σημασιολογία
Τὸ ὑπόδημα: ᾎσμ. Ὣς ταὶ τὰ γεμενούδκιˬα της ἔχουν ταὶ τεῖνα γνώσην, Θεέ μου, ποὺ νὰ γλο͜ιάσουσιν ταὶ πάνω μου νὰ δώσῃ (γλο͜ιάσουσιν=ὀλισθήσωσι, νὰ δώσῃ=νὰ πέσῃ).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA