γέμι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γέμι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γέμι τό, γέμιν Λυκ. (Λιβύσσ.) γέμ’ν Πόντ. (Χαλδ.) γέμι Βιθυν. (Κουβούκλ.) Κρήτ. Κῶς Μέγαρ. Ρόδ. Σύμ.-Λεξ. Περίδ. Βυζ. Βλαστ. 336 Πρω. Δημητρ. γέμ’ Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν. Τσακίλ.) Πόντ. (Κρώμν. Τραπ.) Προπ. (Ἀρτάκ. Μηχαν. Πάνορμ.), Σάμ. (Μαραθόκ.) γέμ’ ἡ, Θρᾴκ. (Αἶν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. yem=τροφή.

Σημασιολογία

Ἡ τροφὴ τῶν ζῴων ἢ τῶν πτηνῶν Βιθυν. (Κουβούκλ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν. Τσακίλ.) Κρήτ. Κῶς Λυκ. (Λιβύσσ.) Μέγαρ. Πόντ. (Κρώμν. Τραπ. Χαλδ.) Ρόδ. Σάμ. (Μαραθόκ.) Σύμ.-Λεξ. Περίδ. Βυζ. Βλαστ., ἔνθ’ ἀν. Πρω. Δημητρ.: Τὸ ἄλογό μου μόνο ἕνα γέμι ἔφαγε σήμερα Μέγαρ. Νὰ τοῦ ’βατζάρῃς τοῦ χτημάτου τὸ γέμι (’βατζάρῃς=αὐξήσῃς, χτημάτου=ὄνου) Κρήτ. Βάλε του τοῦ μουλαριˬοῦ μιˬαολιˬὰ γέμι, γιˬατ’ ἔχει ταϋτέρου στραθιˬὰ (μιˬαολιˬὰ=ὀλίγον, ταϋτέρου=αὔριον, στραθιˬὰ=πορεία) αὐτόθ. Τ’ ἄλογον ’κ’ ἔ᾽ γέμ’ Κρώμν. Τραπ. Τὸ γέμι-ν d’ ἀλαφκιˬοῦ Κῶς. Πῆγε νὰ δώ’ γέμ’ τ’ ἄλογα Τσακίλ. Ἡ πόρτα ταοιπον-νὶς τόσα χρόιˬα ἀποὺ τὸ γέμι-ν gιˬ ἀποὺ τὶς κοπριˬὲς ’ὲν ἔ-οιε (ταοιποὶς=τὸ λοιπόν, ’έν ἔ-οιε=δὲν ἤνοιγε) Σύμ. Κάμε γέμι-ν νὰ δῇς πόσες πέρdικες θὰ μαευτοῦν (μαευτοῦν=μαζευτοῦν) αὐτόθ. Ὁ παλιˬόβοδος δὲ dὸ ἔφαγὲνα τὸ γέμι τ’ Κουβούκλ. || Παροιμ. Τὸ καλὸν τ’ ἄλογον τὸ γέμ’ν ἀθε ἀρτουρεύ’ (τὸ καλὸν ἄλογον κάμνει νὰ περισσεύῃ ἡ τροφή του· ἐπὶ φιλοπόνου ἐργάτου, τοῦ ὁποίου αὐξάνεται ὁ μισθός) Χαλδ. Μοναχό του τ’ ἄλογο ἀdιdέρνει τὸ γέμι (ἀdιdέρνει=ἀντιγέρνει, αὐξάνει· συνών. τῇ προηγουμένῃ) Κρήτ. Συνών. παροιμ. τ’ ἄλογο μονάχο του ἀξαίνει τὴν ταγή του. || Γνωμ. Κυρασελένη ἀποβραδύς, | βάλε ψωμὶ ’ς τὸ τουβραδί, κυρασελένη τὸ πωρνό, | βάλε γέμι τῶβ-βοδιˬῶ (κυρασελένη=τὸ οὐράνιον τόξον, τουβραδὶ=μικρὸς σάκκος, πωρνό=λίαν πρωΐ· ἐπὶ τῶν γεωργῶν, οἵτινες, ὅταν ἴδουν τὸ οὐράνιον τόξον κατὰ τὸ βράδυ, πρέπει νὰ ἑτοιμάζωνται διὰ τὴν ἐργασίαν τῆς ἑπομένης ἡμέρας, διότι ὁ καιρὸς θὰ εἶναι καλός. Ὅταν ὅμως ἴδουν τὸ οὐράνιον τόξον την πρωίαν, ὁ καιρὸς δὲν θὰ εἶναι καλὸς καὶ πρέπει νὰ δώσουν τροφὴν εἰς τὰ ζῷα των) Ρόδ. || ᾎσμ. Βάλε τὴ γέμη περισσὴ καὶ σφίξε καὶ τὴ σέλλα Αἶν. Συνών. ταγή, φάγνα. β) Τὸ δόλωμα πρὸς ἁλιείαν ἰχθύων Προπ. (Ἀρτάκ. Πάνορμ.): Ἔ’ς γέμιˬα; Ἀρτάκ. Συνών. μέλισμα, μελισιˬά, πασμός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/