ἀναλογὴ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναλογὴ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀναλογὴ ἡ, Ἰων. (Σμύρν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀναλογίζομαι ὑποχωρητικῶς. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. συλλογίζομαι-συλλογὴ κττ.

Σημασιολογία

Σκέψις, συλλογισμὸς περὶ προσώπου ἀπόντος: Λογάριˬαζε μιˬὰ και θὰ παντρευτῇ, νὰ μὴ γίνεται αἰτία νὰ καρδιοπιˬάνεται καὶ νὰ λιγοψυχιˬάζῃ ἡ καλή του μὲ τὴν ἀναλογή του (ἐκ διηγ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/