γεμίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεμίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γεμίζω κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν.) γεμίζ-ζω Κῶς Μεγίστ. Νίσυρ. γεμίντζω Ἀστυπ. Λειψ. Λέρ. Σίφν. γεμίζου Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) γεμίν-νω Χίος (Πυργ. Χαλκ.) γεμίω Πόντ. (Ἰνέπ.) ’εμίζω Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ’εμίζ-ζω Κάλυμν. Κάσ. Μεγίστ. Σύμ. γιμίζ-ζω Μεγίστ. γιμίζου Ἁλόνν. Ἤπ. Θεσσ. (Πτελοπούλ. Σταυρ. Τρίκερ.) Θρᾴκ. (Κομοτ. Μαρών.) Κυδων. Λέσβ. Μακεδ. (Ἁλιστρ. Σέρρ. Σαρακ. Χαλκιδ.) Πάρ. (Λεῦκ.) Σάμ. Σκόπ. Στερελλ. (Παρνασσ.) γιμίνου Μακεδ. (Βόιον) γιμίν-νου Λυκ. (Λιβύσσ.), ’ιμίζ-ζω Μεγίστ. γιˬομίζω κοιν. γιˬομίζου Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Πελοπν. (Κίτ. Λάγ. Μάν.) γιˬουμίζου βόρ. ἰδιώμ. γιˬουμίνου Μακεδ. (Βόιον) γιˬομίνω ’μα Τσακων. (Χαβουτσ.) γιˬομίνουρ ἔνι Τσακων. (Μέλαν. Πραστ.) γιˬομάω Πελοπν. (Παλαιοχ.) γιˬομάου Πελοπν. (Γαργαλ. Δίβρ. Κόκκιν. Κοπαν. Λογγ.) Μετοχ. ἀόρ. γιˬομικὼ Τσακων. (Χαβουτσ.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. γεμίζω.

Σημασιολογία

Α) Μετβ. 1) Πληρῶ τι ἐντελῶς, καθιστῶ τι κατάφορτον κοιν. καὶ Πόντ. (Ἰνέπ. Οἰν.) Τσακων. (Μέλαν. Χαβουτσ.): Γεμίζω τὸ βαρέλι κρασὶ-τὸ καλάθι σταφύλιˬα-τὸ σταμνὶ νερὸ-τὸ σακκὶ κριθάρι-τὸ λάκκο χῶμα. Γιˬομίζω τὴν τσέπη μου καρύδιˬα-τὸ μαξιλάρι πούπουλα-τὸ ὅπλο κοιν. Θὰ γιˬομίσω τὸ σακκὶ φόρ’ ἀπάνου χόρτα (φόρ’=φόρα=μέχρι) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Ὅλο ξιδιˬάζεις το καὶ σύ, μεθήρα, τὸ κρασί, μὰ τοῦ χρόνου δὲ σὲ ’εμίζω (μεθήρα=στάμνος) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Γιˬουμίζου τοὺ μαστραπᾶ ιρὸ Μακεδ. (Καστορ.) Ν’ ἑρέκα ὰ βύση γιˬομίνα τὰν κουνία ὕο (τὴν εὗρον εἰς τὴν βρύσην γεμίζουσαν τὴν στάμναν μὲ νερὸ) Μέλαν. Ἐγιˬομίτσε σᾶτσι δύ’ σταμνία ’άι (ἐγέμισεν ἐφέτος δύο πιθάριˬα λάδι) αὐτόθ. Ἔνι γιˬομίνα μασούα (γεμίζω μασούρια) αὐτόθ. Γιˬομᾶμε τὰ μασούριˬα ’ς τὸν ἄδραχτο Πελοπν. (Παλαιοχ.). Γιˬόμισε ἕνα βυτινάρι ἐλιˬὲς Πελοπν. (Ἀναβρ.) Γιˬόμισα τὰ κουρούπιˬα τῶ gοττῶνε μὲ καθαρὸ νερὸ Πελοπν. (Καρδαμ.) Φεύγα, θὰ σὶ γιˬουμίσου κουρνιˬαχτὸ Εὔβ. (Στρόπον.) Ἀρμέξαι τὰ πρόβατα κὶ γιˬουμίσαι ἕνα μέτρου ζιστὸ γάλα (μέτρο=δοχεῖον μετρήσεως γάλακτος χωρητικότητος δεκαπέντε ὀκάδων) Θρᾴκ. (Αἶν.) Γεμίντζαμε τὴν κάμαρα κριθάριˬα Σίφν. Ἐγίμιζ-ζεν dὰ βαρέλ-λιˬα Μεγίστ. Τοῦ γεμίντζει τὴ βούργιˬα (τοῦ γεμίζει τὸν σάκκον) Λειψ. Γεμίζω τὸ ἁλώνι (=πληρῶ αὐτὸ σταχύων πρὸς ἁλωνισμὸν) Φολέγ. Μαζεύουμε σάλματα ἀπὸ τ’ ἁλώνι καὶ γιˬομίζομε τὰ στρώματα καὶ τὶς μαξιλάρες (σάλματα=χονδρὰ ἄχυρα) Πελοπν. (Νεάπ.) Γιˬόμ’σαμαν τοὺ στῦλου ἄχιρου γιˬὰ τὰ ζὰ (τού στῦλου=τὸν κωνικὸν χορτοσκεπῆ ἀχυρῶνα) Ἤπ. (Πέρδικ.) Τοὺ σαμάρ’ τοὺ γιμίζ’ν μὶ βριζιὰ Θεσσ. (Πτελοπούλ.) Γιˬομίσαμε φέτο καὶ τσὶ πέdε τσὶ καπασοῦνες μου μὲ λάδι (καπασοῦνες=στάμνους) Ὀθων. Γιˬόμισε τὴ λαΰνα λάδι Πελοπν. (Αἴγ.) Ἔνεσα μία ρόκα κουκοῦλες καὶ γιˬόμισα ἕνα ἀδράχτι νέμα (κουκοῦλες=τολύπας ἐρίων) Πελοπν. (Λεῦκτρ. Πραστ.) Γεμίζω τὸ ἀδράχτι Καστ. Γιˬόμισα εἴκοσι καλαμοκάννια μὲ νέμα (καλαμοκάννια=τεμάχια στελέχους καλάμου) Πελοπν. (Νεάπ.) Τὰ γιˬόμισε νερὸ τὰ παπούτσιˬα του Πελοπν. (Καρδαμ.) Αὐτὰ τὰ λόγιˬα δὲ μὲ γιˬουμίζ’ι τὴν καρδιˬά μ’ Προπ. (Κύζ.) Ἠγέμισες τὸν κόσμο φτερὰ Κίμωλ. Οὑ πατέρας μ’ δίχως ἕνα χουράφ’ νά ’’, γόμ’σ’ τοὺ dόπου πιδιὰ Ἤπ. (Ἄγναντ.) Γιμίσαμι τ’ς στάμις λάδ’ Σάμ. Τόσο πολλὰ ἤτανε τὰ δάκρυˬα τση, ποὺ ἐγιˬομίσανε μιˬὰ bότσα (bότσα=δοχεῖον χωρητικότητος δύο ὀκάδων) Ζάκ. Γιˬόμισε μιˬὰ βίκα νερὸ Πελοπν. (Κάμπος Λακων.) Τὸ γέμισε τὸ ποτήρι ράσο (=μέχρι χειλέων) Ὀθων. Θὰ τὴγ-γεμίσω τὴ gουbότρυπα (θὰ διανθίσω διὰ κλωστῆς τὴν κομβιοδόχην) Σέριφ. Θὰ σοῦ γιˬομίσω τὸν κόλο σκάγιˬα (θὰ σὲ πυροβολὴσω) Πελοπν. (Τρίκκ.) Γιˬομίζω τὸ λάκκο (ρίπτω τὸ πρῶτον θαλάσσιον ὕδωρ εἰς τὴν γούρναν διὰ παρασκευὴν ἅλατος) Πελοπν. (Λεῦκτρ.) ᾿Εγιˬόμισε δυˬὸ μαστραπᾶδες ξέχειλους κρασὶ Ζάκ. (Μαχαιρᾶδ.) Γιˬομίζω τὴ σουλῆνα μὲ ἄμμο Ναύστ. Μοῦ γιˬόμιζε τὰ μάγουλα φιλιˬὰ Γ.Ἐπαχτίτ., Προπύλ. 1, 234. || Φρ. Δὲν τοῦ γεμίζω τὸ μάτι (δὲν τοῦ ἀρέσκω, δὲν μὲ κρίνει ἱκανὸν δι’ ἐπιτέλεσιν ἔργου τινὸς) Δὲν τοῦ γεμίζω τὸ μυˬαλὸ-τὸ κεφάλι (δὲν τὸν πείθω) Μᾶς γέμισε μυῖγες-ἀλογόμυιγες (ἐπὶ φλυάρου καὶ ψεύστου) κοιν. Μὶ γιˬόμισι τοὺ μάτ’ (μοῦ ἤρεσε) κοιν. βορ. ἰδιωμ. Τὴν ἐγέμισα (ἐνν. τὴν κοιλίαν μου, ἐχορτάσθην) Γιˬόμισε τὰ βρακιˬά του (ἐφοβήθη πολύ) πολλαχ. Γιˬουμίζου τὰ τηγάνιˬα (πληρῶ τὰ ἁλατοπήγια θαλασσίου ὕδατος πεπυκνωμένου) Στερελλ. (Μεσολόγγ.) ᾿Εγιˬόμισες τὸ σακκί; (χαιρετισμὸς ἐν εἴδει εὐχῆς πρὸς τοὺς συλλέγοντας ἐλαίας) Ζάκ. Γεμίζουν τὸ κατσίκι (ἐπὶ ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἀναλαμβάνουν νὰ ἀγοράσουν τὴν ποσότητα τοῦ κρέατος τοῦ σφαζομένου ἐριφίου ἢ ἀμνοῦ, εἰς περίπτωσιν καθ’ ἢν ὁ κρεοπώλης δὲν δυνηθῇ νὰ πωλὴσῃ ὅλον τὸ κρέας) Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Γιμίζ-ζω τὰ παν-νιˬὰ (ἐπιτρέπω τὸν ἄνεμον εἰς τὰ ἱστία) Μεγίστ. Τὰ γιˬομίζω (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Ὕδρ. Γιμίζ-ζω τὰ ξάρτιˬα (τεντώνω τὰ σχοινία τοῦ ἱστιοφόρου) Μεγίστ. Γεμίζω τὸ σκοινὶ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Πάρ. Γεμίζω τοὺς στάντζους (στάντζους=προτόνους, σχοινία ἀπὸ τῆς κορυφῆς τοῦ ἱστοῦ πρὸς τὴν πρῷραν· συνών. τῇ προηγουμένῃ) Ν.Κοτσοβίλ., Ἐξαρτ. πλοίων, 128. || Παροιμ. Μάραθο τὸ μάραθο γιˬομίζ’ ἡ γρὰ τὸ gάλαθο (μικρὸν κατὰ μικρὸν δύναταί τις νὰ ἀποκτήσῃ πολλὰ) Κρήτ. Ἡ παροιμ. ἐν παραλλαγαῖς καὶ ἀλλαχ. Ζήτα ζήτα οὑ ζητε͜ιάνους, τοὺ γιˬουμίζ’ τοὺ σακκού’ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Στερελλ. (Ἀχυρ.) Οὑ κ’τὸς μ’ τὴν κ’ταμάρα τ’ γιμίζ’ τὴν ’λάρα τ’ (ἐπὶ τοῦ προσποιουμένου εὐήθειαν, προκειμένου νὰ ἐπιτύχῃ τι) Στερελλ. (Παρνασσ.) Τοῦ λουλ-λοῦ κοι-ιὰ δισάκ-κιν | κὶ λουλ-λὸς ποὺ τὴγ-γιμί-ει (ἄσκοπος καὶ ἀνωφελὴς ἡ βοήθεια πρὸς τὸν ἀνόητον καὶ τὸν ὀκνηρὸν) Λυκ. (Λιβύσσ.) Κ’ ἰβὼ μὶ τοὺν ἀᾶν μιλοῦ κιˬ ἀποὺ τοὺ σακ-κού-ιν του γιμί-ου (καὶ ἐγὼ μὲ τὸν ἀγᾶν ὁμιλῶ καὶ ἀπὸ τὸ σακκούλι του γεμίζω· ἐπὶ τοῦ καυχωμένου ὅτι ἔχει ἰσχυροὺς προστάτας) αὐτόθ. || Γνωμ. Τὸ γουρούνι σπίτι ἀδε͜ιάζει τσαὶ τσούπι δὲ γιˬομίζει (τσούπι=κιˬούπι, πιθάρι· ἐπὶ τοῦ χοίρου, διὰ τὴν διατροφὴν τοῦ ὁποίου ἐξοδεύει κανεὶς πολλά, ἐνῷ τὸ ἀποδιδόμενον κρέας εἶναι ὀλίγον) Πελοπν. (Καρδαμ.) || Αἴνιγμ. Σγούφτω, γονατίζω, | τὴ bιστόλα μου γιˬομίζω (ἡ ξυλίνη κασσέλα, πρὸ τῆς ὁποίας γονατίζει τις, προκειμένου νὰ ἐναποθέσῃ διάφορα πράγματα) Πελοπν. (Κόκκιν.) || ᾌσμ. Ὅσο κιˬ ἂ’ ζήσ’ ὁ ἄνθρωπος͵, τίποτες δὲν κερδίζει, μόνον πληγὲς καὶ βάσανα τὰ στήθη του γιˬομίζει Πελοπν. Τὴ στράτα στράτα περπατῶ, τ’ ἀχνάρι σου γνωρίζω καὶ σκύφτω νὰ τὸ μυριστῶ καὶ δάκρυˬα τὸ γεμίζω Πελοπν. (Λάκων.) Κόκκινα σταφύλιˬα νὰ πατήσουμε, | δώδεκα βαρέλιˬα νὰ γιˬομίσουμε Εὔβ. (Στεν.) Καὶ γιˬόμισε τοὺς κόρφους του λουλούδιˬα μενεξέδες Προπ. (Μαρμαρ.)-Ποιήμ. Σὰν τοῦ Μαγιˬοῦ τὲς εὐωδιˬὲς γιˬομίζαν τὸν ἀέρα Δ.Σολωμ. 153 Κ’ ἐγιˬόμιζαν τὲς λαγκαδιˬὲς τὰ θύματα τοῦ Χάρου Ι.Τυπάλδ., ᾨδὴ εἰς Πατρ. Γρηγόρ., 6. Συνών. γεμώνω 1. 2) Καθιστῶ γυναῖκα ἔγκυον Σ.Μυριβήλ., Ζωὴ ἐν τάφ., 107: Μὲ πο͜ιόν, μωρή; Πο͜ιός σοῦ γέμισε τὴν κοιλιˬά; Συνών. γεμώνω Α4. 3) Παρακινῶ, διαφωτίζω. Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Νά ’τονε κἀνεὶς νὰ τοῦ τὰ πῇ, νὰ τόνε ’εμίσῃ, ’θελε ν’ ἀάξῃ ἰδέα. 4) Διαβάλλω αὐτόθ. Μὰ δὰ ἤβανε dίοτα ’φτὸς ’ς τὸ νοῦ dου; Οἱ ἀπουπόξω τὸν ἐεμίσανε. Ἀνάθεμά τονε τὸ gακὸ κόσμο. Β) Ἀμτβ. 1) Πληροῦμαι, γίνομαι κατάφορτος, βρίθω κοιν. καὶ Πόντ. (Ἰνέπ.) Τσακων. (Μέλαν.): Γέμισαν οἱ δρόμοι νερὰ-λάσπες. Γέμισε τὸ θέατρο κόσμο. Γέμισε ἡ αἴθουσα- ἡ βάρκα-τὸ αὐτοκίνητο. Γέμισε σπυριˬὰ-λεφτά. Γέμισε ὁ κόσμος αὐτοκίνητα κοιν. Δὲ θωρεῖς πὼς ἐέμισε d’ ἀδράχτι Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Δὲ ’εμίζουν ἐφέτι οἱ αδότοποί μας· πρέπει ν’ ἀοράσωμε άδι νὰ τ’ς ἀποεμίσωμε (αδότοποι=πήλινα δοχεῖα ἐλαίου) αὐτόθ. Ἠγέμισι τοὺ σταμνὶ ἰdιλῶς ιρὸ Ἄνδρ. (Κόρθ.) Γιˬόμ’σ’ ἡ φ’τσέλα (φ’τσέλα=ξύλινον δοχεῖον ὕδατος ἢ οἴνου) Ἤπ. (Ζαγόρ.) Ἔβρεξε κ’ ἐγιˬόμισ’ ἡ γιστέρνα νερὸ Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Ἡ βάρκα ἐγιˬόμισε νερὰ Πελοπν. (Κίτ. Λάγ.) Ἐγιˬόμισ’ ὁ τόπος ἀgάιθια αὐτόθ. Νὰ παννίσῃς καλὰ τὸ φοῦρνο, νὰ μὴ γιˬομίσῃ στάχτη τὸ ψωμὶ Πελοπν. (Πραστ.) Δὲ gάνει νὰ καῖς τὰ φύλλα τῆς σ’κιˬᾶς, γιˬα’ θὰ γιˬομίσῃς ποdίκιˬα Πελοπν. (Κοπαν.) Τώρα τὸν Ἄουστο γιˬομίζουνε οἱ σ’κεριˬὲς μὲ συκαλίδες (συκαλίδες=μὲ πτηνὰ συκοφάγους) Ὀθων. Γιˬόμισε τὸ σιτάρι παλαμωνίδες (παλαμωνίδες=ὀνωνίδες) Πελοπν. (Παιδεμ.) Γιˬομίζει λουλούδιˬα ὁ ἀμάραdος Κέρκ. (Κασσιόπ.) Γιˬόμισε ὁ σκύλλος μας ἀβάρες (ἀβάρες=κρότωνας, τσιμπούριˬα) Πελοπν. (Λιγουρ.) Ὅπου νὰ κάθουσαν, γέμιις ψεῖρις Μακεδ. (Βόιον) Γέμισ’ οὑ κόσμους κλεφτουριˬὰ Ἤπ. Γιˬόμισα μυξίδιˬα (ἐγέμισα ἀπὸ δοθιῆνας) Ἤπ. (Κατσανοχώρ.) Γιˬόμ’σαμι μέλιˬα φέτου Στερελλ. (Ἀχυρ.) ᾿Εγέμισα λαδιˬὲς Μῆλ. Ὁ ’νός, ἀφοῦ γιˬόμ’ζε ἀπὸ τ’ ἀbέ’, ἤρχουdαν ’ς τὸ σπίτ’ καὶ τὸν ἀδε͜ιάζαμε σὲ μεγάλα βουτσιˬὰ Θρᾴκ. (Σκοπ.) Ἔμπαινε ’ς τὴν πόρτα ὁ πατέρας μου καὶ γέμιζε τὸ σπίτι κιˬ ὅλοι χαιρόμασταν Ἀθῆν. Γέμισαν τ’ ἀφτιˬά μου ἀπὸ λόγιˬα (ἐπὶ τῷ ἀκούσματι φλυαριῶν) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Γιˬόμισε τὸ χωράφι ἀγριοκολλητσίδες Πελοπν. (Παιδεμ.) || Φρ. Γέμισ’ ὁ τόπος-ὁ κόσμος (ἐπὶ ἀφθονίας πράγματός τινος). Γεμίζει τὸ μάτι μου (ἱκανοποιοῦμαι). Δὲ γεμίζει τὸ κεφάλι του (δὲν πείθεται) Γέμισε λεφτὰ (ἔγινε πλούσιος) κοιν. Γιˬομίστηκε! (ἐχέστη) Πελοπν. (Νεάπ.) Γεμίζει ὁ οὐρανὸς (ἐνν. σύννεφα, συννεφιάζει) Νάξ. (Γαλανᾶδ.) ‖ Παροιμ. Φασούλι τὸ φασούλι, | γεμίζει τὸ σακκούλι (διὰ τῆς οἰκονομίας, μικρὸν κατὰ μικρὸν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποταμιευθῇ ἱκανὸν ποσὸν) κοιν. Διὰ τὴν σημ. ταύτην πβ. Ἡσιόδ., Ἔργ., 361 «εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο | καὶ θαμὰ τοῦτ’ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο» καὶ Πλάτ., Κρατύλ.͵ 428α «εἰ καί τις σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθείη, προὔργου εἶναι». Κουτσὶν κουτσὶν | γεμίζ-ζει τὸ σατσὶν (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Μεγίστ. Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ., ἰδ. Μιχ. Γλυκ., Στίχοι γραμματ., στ. 183 (ἔκδ. Ε. Legrand, Biblioth. 1, σ. 24) «κουκκὶν κουκκὶν ἐὰν σωρευθῇ, τὸ μόδιν νὰ γεμίσῃ». Λουμbούιν dὸ λουμbούιγ | -γεμίζ-ζει τὸ σακ-ού-ι (λουμbούιν=θέρμος, λούπινον· συνών. τῇ προηγουμένῃ) Νίσυρ. Κλωνὶ κλωνὶ φασούλι, | γιˬομίζει τὸ σακκούλι (κλωνὶ κλωνὶ=ὀλίγον κατ’ ὀλίγον· συνών. τῇ προηγουμένῃ) Ὀθων. Γ’λιˬὰ γ’λιˬά, | γιˬουμίζ’ ἡ ’λιˬὰ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Στερελλ. (Ἀράχ.) Στάλα στάλα, | γεμίζ’ ἡ τσουβάλα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Εὔβ. (Κάρυστ.) Ἡ παροιμ. ἐν παραλλαγαῖς καὶ ἀλλαχ. Ἂ δὲ γιˬομίσῃ τὸ ξεστί, πῶς θὰν τὸ πῇς γιˬομᾶτο; (ξεστὶ=μέτρον ὑγρῶν· δὲν ἀποδίδεται ἀξία εἰς τὰς ὑποσχέσεις, ὅταν δὲν ἐκτελῶνται, καὶ βέβαιον θεωρεῖται τὸ κτῆμα, μόνον ἂν κατέχωμεν αὐτὸ εἰς τὰς χεῖρας μας) Ἰόνιοι Νῆσ.-Ν. Πολίτ., Παροιμ. 3, 510. Δὲν ἐδιˬάβηκα ἀπὸ σκύλλους, κ’ ἐγιˬόμισα τσιbούριˬα (ἐπὶ τῶν ἄνευ αἰτίας ὑφισταμένων ζημίαν ἢ πάθημα) Κεφαλλ. Ἂν ’κὲ λαλήσῃς, τὸ κιλὸ ’κὲ γεμίει (ἂν δὲν ἀπαιτήσῃς τὸ δίκαιόν σου, δὲν τὸ ἐπιτυγχάνεις) Ἰνέπ. Βρέ’, χιˬουνίζ’, | καραβάνα γιˬουμίζ’ (ὁ ἔχων τὰ μέσα πρὸς τὸ ζῆν ἀδιαφορεῖ διὰ τὰς καιρικὰς συνθήκας) Θεσσ. (Τσαγκαρ.) Βρέ’, χιˬουνίσ’, | καρδάρα θὰ γιμί’ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Θεσσ. (Σταυρ.) Στερελλ. (Φθιῶτ.) Κόλος καθιζόμενος, ἀρδάχτι γεμισμένο (ὁ μετ’ ἐπιμονῆς ἐργαζόμενος ἔχει μεγαλυτέραν ἀπόδοσιν) Κρήτ. || Γνωμ. Σὰ bᾶν Χριστούγεννα στεγνὰ καὶ Φῶτα χιˬονισμένα καὶ Λαbριὰ βρεχούμενη, τ’ ἀbάριˬα γιˬομισμένα (ὑπὸ τὰς ἀνωτέρω καιρικὰς συνθήκας εὐνοεῖται ἡ παραγωγὴ τῶν σιτηρῶν) Λευκ. Χαρὰ ’ς τὰ Γέννα τὰ στεγνά, τὰ Φῶτα χιˬονισμένα καὶ τὴ Λαμπρὴ βρεχούμενη, τ’ ἀμπάριˬα γιˬομισμένα (συνών. τῷ προηγουμένῳ) Πελοπν. (Κόρινθ.) Τὰ Φῶτα νά ’ναι φωτερά, τὰ Γέννα χιˬονισμένα καὶ ἡ Λαbρὴ βρεχούμενη, τ’ ἀbάριˬα γιˬομισμένα (συνών. τῷ προηγουμένῳ) Πελοπν. (Οἴτυλ.) Ἡ Λαbρὴ καλοβρεμένη, | ἡ κοφίνα γεμισμένη (συνών. τῷ προηγουμένῳ) Πελοπν. (Κάμπος Λακων.) || ᾌσμ. Τὸν λόγον δὲν ἐπόσωσε τσ’ ἡ συντυχιˬὰ ἐκράτει, γεμίν-νει ἡ ἄμμουδο παν-νιˬὰ τσ’ ἡ θάλασσα καράβιˬα Χίος (Πυργ.) Ἄμε, σκλάβε μου, ’ς τὸ καλὸ καὶ ’ς τὴν gαλὴν dὴν ὥρα ταὶ νὰ γεμίντζ’ ἡ στράτα σου τριανdάφυλ-λdα ταὶ ρόδα Λέρ. ’Ξήντα καράβιˬα βούλιˬαξαν καὶ τοὺς ἐπῆρε μέσα, γιˬόμισ’ ἡ θάλασσα παννιˬὰ κ’ οἱ--ἄκρες παλληκάριˬα Ἤπ. (Κόνιτσ.) Τὸ στόμα του αἷμα γιˬόμισε, τ’ ἀχείλι του φαρμάκι Πελοπν. (Ὀλυμπ.)-Ποίημ. Μοῦ γιˬόμισ’ ὁ οὐρανίσκος γλύκα κιˬ ὥς τὴ ματιˬά σου ξαναβρῆκα, ὅλο μου τὸ αἷμα ἦταν βοὴ Α.Σικελιαν., ἐν Ἀνθολ. Η.Ἀποστολίδ., 401. 2)Συμπληροῦμαι, ὁλοκληροῦμαι Θρᾴκ. (Αἶν.) Προπ. (Ἀρτάκ.): Κατόπ’ ’πὲ πέd’g’ ἓξ’ μέρες γιˬόμ’σανα οἱ δώδεκα μέρες ποὺ ζήτ’σενα ἑ γιˬατρόσοφος Ἀρτάκ. Ὑπόφιρα πουλύ, ὅσου νὰ γεμίσ’ι τὰ τρία χρόνιˬα Αἶν. Διὰ τὴν σημ. πβ. καὶ Κ.Δαπόντε, Κῆπ. Χαρίτ. ΙΙ, στ. 15 (ἔκδ. Ε. Legrand, Biblioth. 3, σ. 11) «ἓξ χρόνοι μόλις γέμισαν». 3)Λαμβάνω πλήρη μορφὴν ἢ ἀνάπτυξιν, κυρίως ἐπὶ τῆς σελήνης Α.Ρουμελ. (Καβακλ.) Βιθυν. Θρᾴκ. (Κομοτ. Μαρών.) Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Καστ. Λῆμν. Μακεδ. (Ἁλιστρ. Βόιον Κίτρ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Βούρβουρ. Γέρμ. Κάμπος Λακων. Κόκκιν. Κορινθ. Σαηδόν.) Σίφν. Στερελλ. (Δεσφ.) Τῆν. (Ἰστέρν.) Τσακων. (Μέλαν.) Φοῦρν.-Λεξ. Πρω. Δημητρ.: Γιˬομίζει τὸ φεγγάρι (γίνεται πανσέληνος) Καστ. Κόκκιν. Κορινθ. Γιˬόμισ’ τοὺ φινgάρ’ Βόιον. ᾿Εέμωσε τὸ φεγγάρι Ἔλυμπ. Ἐγιˬομίτσ’ε τὸ φεγγάι Μέλαν. Γιμ’σμένου ἕν’ τοὺ φιgάρ’ Λῆμν. ’Σ τὶς δεκατέσσερεις γεμίντζει τὸ φεγγάρι Σίφν. Ἀδε͜ιάζ᾽ κὶ γιμίζ’ τοὺ φινgάρ’ Ἁλιστρ. || Φρ. Σάbου ’εμίζει τὸ φεgάρι, νὰ ’εμίζῃ κ’ ἡ φούχτα μου χρυσάφι (εὐχὴ ἐκ προλήψεως, καθ’ ἥν, ὅταν ἴδῃ τις διὰ πρώτην φορὰν τὴν νέαν σελήνην, λαμβάνει διὰ τῆς χειρὸς χρυσοῦν ἀντικείμενον λέγων τὰ ἀνωτέρω) Ἀπύρανθ. Ὅπως γιˬομίζει τὸ φεγγάρι, νὰ γιˬομίσῃ καὶ ἡ τσέπη μου (εὐχὴ) Βιθυν. Γιμίζ’ τοὺ φιγγάρ’, γιμίζουν κ’ οἱ ἀ’νοὶ (κατὰ τὴν πλησιφαῆ σελήνην οἱ θαλάσσιοι ἐχῖνοι εἶναι πλήρεις ᾠῶν) Μαρών. ‖ ᾎσμ. Ὦ, καλῶς τὸ νιˬὸ φεgάρι, | δόξα νά ’χῃ ποὺ σὲ κάνει ὡς γεμίζεις, νὰ γεμίζω | κιˬ ὡς γυˬαλίζεις, νὰ γυˬαλίζω Σῦρ. 4)Καθίσταμαι εὔσαρκος, παχύνομαι Ἀθῆν. Ἁλόνν. Θρᾴκ. (Μαρών.) Κύθηρ. Πελοπν. (Ἀράχ. Βερεστ. Οἰν.) Σκόπ. Τσακων. (Μέλαν.)-Λεξ. Πρω. Δημητρ.: Ἦρθε καὶ γέμισε, ποὺ λές, ἡ Μαρία· γίνηκε ὁλάκερη γυναῖκα Ἀθῆν. ᾿Εγιˬομίτσε λιγάτσι ἡ Λένη, κὰ ἔι ἔδαρι (ἐγέμισε, ἐπάχυνε ὀλίγον ἡ Ἑλένη, καλή εἶναι τώρα) Μέλαν. ’Φτοῦνος ὁ Ἀράπης σου ἔχει γιˬομίσει κ’ ἔγινε κοτζιˬάμου βόιˬδι Βερεστ. Γιμίζ’ τοὺ μ’λάρ’ Ἁλόνν. Σκόπ. Ἐγιˬόμισε τὸ ζῷ Οἰν. ‖ Φρ. Ὡς γεμίζεις, νὰ γεμίζω | καὶ νὰ ροδοκοκκινίζω (χαιρετισμὸς πρὸς τὴν σελήνην) Κύθηρ. 5) Γίνομαι κρουστός, ἁδρός, ἐπὶ ὑφάσματος-Λεξ. Πρω. Δημητρ.: Πλύθηκε τὸ παννὶ καὶ γέμισε Λεξ. Δημητρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/