βουλλωτῆρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουλλωτῆρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βουλλωτῆρα ἡ, Νάξ. (Κορων.) β’λλουτῆρα Στερελλ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. βουλλώνω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -τῆρα.
Σημασιολογία
1) Τὸ ὄργανον διὰ τοῦ ὁποίου κλείεται ἡ ὀπὴ δεξαμενῆς ὕδατος Στερελλ. 2) Ἡ ὀπὴ τῆς δεξαμενῆς, διὰ τῆς ὁποίας ἐκρέει τὸ ὕδωρ Νάξ. (Κορων.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA