ἀναλογῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναλογῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναλογῶ λόγ. κοιν.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀναλογῶ=εἶμαι ἀνάλογος
Σημασιολογία
Μόνον κατὰ τὸ γ΄ πρόσωπ. ἀναλογεῖ, ἀνήκει κατ’ ἀναλογίαν: Τοῦ ἀναλογεῖ νὰ πάρῃ τόσες δραχμὲς-τόσο ψωμὶ κττ. Συνών. πέφτει (ἰδ. πέφτω).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA