γεμισματάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεμισματάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γεμισματάκι τό, Ἀθῆν. ’εμισματάκι Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γέμισμα καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ. -άκι.
Σημασιολογία
Μικρὸν γέμισμα χώρου ὑφάσματος διὰ νήματος κατὰ τὸ κέντημα: Μὰ κοdεύγείς τηνε τὴ γῶσσα τῆς dαdέας; -Δυˬὸ τριˬὰ ’εμισματάκιˬα θέλει ἀκόμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA