γεμιστὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεμιστὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γεμιστὸς σύνηθ. ’εμιστὸς Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γιˬομιστὸς σύνηθ. καὶ Τσακων. (Χαβουτσ.)
Χρονολόγηση
Ελληνιστικό
Ετυμολογία
Τὸ Ἑλληνιστ. ἐπίθ. γεμιστός. ᾿Ιδ. Ἀθήν. 381Α «περὶ ἡμιόπτου καὶ ἡμιέφθου καὶ ἀσφάκτου γεμιστοῦ χοίρου».
Σημασιολογία
1) Ὁ διά τινος πράγματος πεπληρωμένος Κῶς-Λεξ. Περίδ. Βλαστ. 414 Πρω. Δημητρ.: Τέσ-σερα σακ-ιˬὰ σιτάριν ἴσαμε πάνω γεμιστὰ Κῶς. Ἤπτιˬεμ-μνιˬὰν gοῦπ-αγ-γεμιστὴν dὸ κρασὶ αὐτόθ. Συνών. γεμωστὸς 1. 2)Ἐπὶ ἐδέσματος, τὸ δι’ ἐνθέσεως εἰς αὐτὸ καρυκευμάτων ἢ ἄλλων ἐδωδίμων παρασκευαζόμενον σύνηθ. καὶ Τσακων. (Χαβουτσ.): Ντομάτες-μελιτζάνες-πιπεριˬὲς γεμιστές. Κολοκυθάκιˬα γεμιστά. Γαλλοπούλα γεμιστὴ σύνηθ. Καραμέλες γεμιστὲς Ἀθῆν. Αὔριο θ-θὰ φᾶμεν ἀρνὶγ-γεμιστὸ Κῶς. Ὄρνιθα γεμιστὴ Κρήτ. Ἔχουμε σήμερα γαλλοπούλα γιˬομιστὴ Πελοπν. (Γαργαλ.) Νὰ ’γλήσωμε λίες dομάτες νὰ τίσε κάμωμε γεμιστὲς (νὰ ’γλήσωμε=νὰ ἀντλήσωμεν, νὰ ἀφαιρέσωμεν τὸ ἐσωτερικὸν σαρκῶδες μέρος) Μύκ. Τὸ νοῦ μου χάνω ’ιˬὰ τσὶ ’εμιστὲς dομάτες Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Νὰ κάμωμε δυˬὸ κοοκυθάκιˬα ’εμιστὰ αὐτόθ. Τ’ ἀρνία φτντε τα σ’ γιˬομιστὰ (τὰ ἀρνία τὰ ἔφτειαναν γεμιστὰ) Χαβουτσ. Γιομιστὸ ντομάτε φτκαμε αὐτόθ. Συνών. γεμωστός, παραγεμιστός. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. Ἀθῆν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA